Τα κείμενα των εισηγήσεων των ομιλητών στην εκδήλωσή μας για τον Σπύρο Ασδραχά
Δημοσιεύουμε τα κείμενα των εισηγήσεων που έκαναν στην εκδήλωση μας για τον Σπύρο Ασδραχά " Η ιστορία είναι από την φύση της ανατρεπτική" στις 6/3/2023, οι τρείς ομιλητές Δημήτρης Αρβανιτάκης, Άννα Ματθαίου και Πόπη Πολέμη,
**************************
Από την εργογραφία στη βιογραφία
Πόπη Πολέμη
Να σας καλησπερίσω και να ευχαριστήσω για την παρουσία
σας, καθώς και να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της εκδήλωσης και τον Νίκο
Ξυδάκη για την πρόσκληση.
Είμαστε απόψε εδώ για να τιμήσουμε τον δάσκαλό μας Σπύρο
Ασδραχά που μας άφησε την παραμονή της γιορτής του το 2017 στα 84 του χρόνια.
Υπήρξε δάσκαλός μας με ποικίλους τρόπους, όχι απαραίτητα τους συνήθεις
ακαδημαϊκούς. Εκτός ελληνικών πανεπιστημιακών θεσμών, διαμόρφωσε γενιές
ιστορικών ιδίως με το σεμινάριο του, επί δεκαετίες, στο Παρίσι και στην Αθήνα,
στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και στα Αρχεία
Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, τα ΑΣΚΙ. Μια διδασκαλία που συνέχιζε στις
συζητήσεις στα καφέ και τις ταβέρνες, αλλά και στη διαρκή και γόνιμη συνομιλία
με όποιον τον συναναστρεφόταν. Και ίσως αξίζει να αναφερθεί με αυτή την
ευκαιρία ότι τα περισσότερα από τα αθηναϊκά σεμινάρια, από το 1994 ώς το 2007,
είχαν μαγνητοφωνηθεί και βρίσκονται αναρτημένα στον ιστότοπο του Εθνικού
Ιδρύματος Ερευνών (http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/structure/section_b_semiariaAsdracha-gr.html).
Οι δύο
συμμαθητές και φίλοι που θα ακολουθήσουν θα σας μιλήσουν για τον άνθρωπο και
τον ιστορικό που πρέσβευε ότι «η ιστορία είναι από τη φύση της ανατρεπτική».
Εγώ θα σας μιλήσω για ένα βιβλίο. Την εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας του
Σπύρου Ασδραχά που μας χάρισε ο Δημήτρης Αρβανιτάκης. Είναι η πρώτη έκδοση της
νέας περιόδου της Βιβλιοθήκης των ΑΣΚΙ της οποίας έχω την επιμέλεια. Η πανδημία
μας ανάγκασε να την καλωσορίσουμε με μια άχαρη διαδικτυακή παρουσίαση τον
Δεκέμβριο του 2021 (οι εισηγήσεις μας δημοσιεύτηκαν στα Ιστορικά του
περασμένου Απριλίου). Έτσι λοιπόν η σημερινή εκδήλωση δίνει την ευκαιρία να
επανέλθουμε για να τιμήσουμε με φυσική παρουσία ένα βιβλίο πολύτροπο και
πολύτιμο. Ένα βιβλίο που είχε και αυτό τη μικρή του περιπέτεια καθώς είχε
δρομολογηθεί να εκδοθεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, αλλά οι
νέοι σχεδιασμοί και η αποκαλούμενη «οικονομική αναδιάρθρωση» του Ιδρύματος
ματαίωσαν την έκδοση. Έτσι τα ΑΣΚΙ, πήραν ως έδει τη σκυτάλη. Διόλου τυχαία
αφού ο Σπύρος Ασδραχάς ήταν ιδρυτικό τους μέλος, συνοδοιπόρος του πρωτεργάτη
Φίλιππου Ηλιού και σε αυτό το μείζον στοίχημα για την ελληνική ιστορική έρευνα
και την ιστορική μνήμη. Ύστερα από τον θάνατο του Φίλιππου, τέτοιες μέρες του
2004, έγινε πρόεδρος του Διοικητικού τους Συμβουλίου και παρέμεινε έως το 2015.
Επισημαίνω
πως τα ΑΣΚΙ έχουν επανειλημμένα τιμήσει τον Σπύρο Ασδραχά. Το 2014 με μια
ημερίδα που συνδιοργάνωσαν με τις εκδόσεις Θεμέλιο και το περιοδικό Τα
Ιστορικά,με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Υπομνήσεις.
Ιστορικότροπα σημειώματα - ο Δημήτρης Αρβανιτάκης και ο Νίκος Ξυδάκης ήταν
μεταξύ των ομιλητών και οι ανακοινώσεις δημοσιεύτηκαν στο 61ο τεύχος των Ιστορικών,
περιοδικό που θυμίζω ότι ο Ασδραχάς ίδρυσε μαζί με τον Φίλιππο Ηλιού και τον
Βασίλη Παναγιωτόπουλο το 1983. Εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του συνδιοργάνωσαν τα ΑΣΚΙ το
2018, αυτή τη φορά με το Ιόνιο
Πανεπιστήμιο, το Ινστιτούτο Ιστορικών
Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, το Ίδρυμα της Βουλής για τον
Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και πάντα τα Ιστορικά, τα οποία είχαν
στο μεταξύ δημοσιεύσει ένα ακόμη αφιερωματικό τεύχος. Τέλος, το 2019, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του 20ού τεύχους της
περιοδικής έκδοσης των ΑΣΚΙ Αρχειοτάξιο,πουήτανεπίσης αφιερωμένο στον Ασδραχά, διοργανώθηκε άλλη μία εκδήλωση μνήμης
και τιμής - είχαμε συμμετάσχει με την Άννα, μεταξύ άλλων, οι δε ομιλίες
δημοσιεύτηκαν και πάλι στο επόμενο τεύχος των Ιστορικών. Όλα όσα
προηγήθηκαν, αν έχουν κάποια αξία, είναι για να υπογραμμίσω ότι και οι μαθητές
και φίλοι αλλά και οι φορείς και τα περιοδικά με τα οποία συνέδεσε τη ζωή του ο
Σπύρος Ασδραχάς, επανέρχονται με στοργή στον άνθρωπο και το έργο που τιμάμε και
σήμερα.
Τις εκδηλώσεις αυτές και
τις τιμητικές δημοσιεύσεις καταγράφει λεπτομερώς ο Δημήτρης Αρβανιτάκης στο
δεύτερο μέρος της εργογραφίας του, στην οποία είναι καιρός να επιστρέψουμε. Μια
εργογραφία τεχνουργημένη στο πρότυπο της αντίστοιχης εργογραφίας που κατέστρωσε
ο Φίλιππος Ηλιού για τον πρεσβύτερο ομότεχνο Κ. Θ. Δημαρά και είχε κυκλοφορήσει
το 2005, μετά τον θάνατο του συντάκτη της. 724 λήμματα από το 1953 και εξής
απαρτίζουν το κύριο σώμα της εργογραφίας του Ασδραχά (εκτός από τις 42 εγγραφές
αφιερωματικών κειμένων που προανέφερα). Πρόκειται για άρθρα σε εφημερίδες,
περιοδικά, σύμμικτους τόμους και πρακτικά συνεδρίων, συνεντεύξεις και συλλογικά
έργα που συντόνισε ο ίδιος και φυσικά για τις μονογραφίες και τις συναγωγές
παλαιότερων κειμένων του σε νέες επεξεργασίες. Τα λήμματα αυτά, σε χρονολογική
τάξη, εκτός από τα προφανή βιβλιογραφικά στοιχεία, περιέχουν συχνά απαραίτητες
διευκρινίσεις, ιδίως όπου οι υπαινικτικοί και αλληγορικοί τίτλοι που άρεσαν
στον Ασδραχά δεν μαρτυρούν επακριβώς το περιεχόμενο, καθώς και ενδεικτικά
παραθέματα που αποδίδουν το κλίμα μέσα στο οποίο συντάχτηκαν. Συμπληρώνονται δε
από την ένδειξη των βιβλιοκρισιών και των κριτικών παρουσιάσεων των αντίστοιχων
έργων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.
Δεν θα επιμείνω στον μόχθο
που απαιτείται για την αυτοψία, την αποδελτίωση ελληνικών και ξενόγλωσσων
εντύπων, προκειμένου να υπάρξει η κατά το δυνατόν εξαντλητική καταγραφή, η
οποία είχε μια αρχική σερμαγιά χειρόγραφων δελτίων που παρέδωσε για άλλου τύπου
χρήση ο Ασδραχάς στον Δημήτρη το 2012. Ας μου επιτραπεί, όμως, να επαναλάβω εδώ
ό,τι υποστήριξα και στην περσινή παρουσίαση της εργογραφίας, πως στην κίνηση
αυτή θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε εκείνο που οι παλαιοί ονόμαζαν χειροθεσία. Μια
χειροθεσία που ο Δημήτρης την τίμησε, προσφέροντάς μας όχι μόνο αυτή την
πολύτιμη καταγραφή αλλά και μια στοχαστική δοκιμή βιογραφίας, όπου σκιαγραφεί
«μια γενική εικόνα της πορείας του [Ασδραχά],
των μεγάλων σταθμών, των μεγάλων θεματικών, των κομβικών εννοιών, των θεσμικών
παρεμβάσεων, της δημόσιας παρουσίας του» (σ. 21).Τον παρακολουθεί στις τρείς
πατρίδες του, τη Λευκάδα, την Αθήνα και το Παρίσι, στους θεσμούς που σφράγισε
με την παρουσία του, στο αποτύπωμά του ως ιστορικού και ως πολίτη.
Επειδή έτυχε να περάσω τη
ζωή μου πλάι ή στην τροχιά του Φίλιππου Ηλιού κατασκευάζοντας βιβλιογραφίες,
θέλω να πιστεύω πως υπάρχει εκείνος ο αναγνώστης που έχει μάθει ή του αρέσει να
τις φυλλομετρά και να τις διαβάζει από την αρχή ώς το τέλος. Το λέω αυτό γιατί
συνήθως τα έργα τεκμηρίωσης προσφέρονται κατεξοχήν για ωφελιμιστική χρήση. Ανατρέχουμε
σε αυτά με συγκεκριμένα αιτούμενα μέσω των ευρετηρίων, τρόπος αναζήτησης και
επιλεκτικής ανάγνωσης που αναμφισβήτητα υπηρετείται καλύτερα από την
ηλεκτρονική μορφή. Ωστόσο το έντυπο παρέχει τη δυνατότητα να το περιδιαβάσεις
και να σκεφτείς συνολικά την ύλη του.
Έτσι διαβάζοντας αυτή τηνεργογραφίαδεν έλειψαν οι εκπλήξεις και τα
παράδοξα. Λόγου χάριν το γεγονός ότι η φοιτητική εργασία του Ασδραχά για τον
Πλήθωνα δημοσιεύτηκε εν αγνοία του συγγραφέα με το όνομα του Γεώργιου
Σακελλαρίου, καθηγητή Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (αρ. 2). Ή η
απρόσμενη χιουμοριστική πτυχή που μαρτυρείται είτε στα ψευδώνυμα που
χρησιμοποιεί ο Ασδραχάς είτε κυρίως στις παιγνιώδεις επιστολές σε μακρυγιαννικό
ύφος που δημοσίευσε στην εφημερίδα Ανεξάρτητος
Τύπος το 1959. Γράφει, ας πούμε, για τα κρατικά βραβεία ποίησης: «είναι σαν
τα λεφτά στα βαφτίσια, όποιος προλάβει παίρνει. Το βραβείο της ποίησης είναι
πολλά βαρύ όπου κανείς δεν είναι άξιος να το σηκώση και να το μεράσει. Μοναχά ο
χρόνος μεράζει βραβεία. Κι όσοι τα δίνουν τώρα γελάνε το χρόνο κι όσοι τα
παίρνουν τώρα θα απολογηθούνε στα κατοπινά χρόνια. Ότι τους διαβάζει ο λαός και
θα γελάει και μ’ αυτούς που τα μέρασαν και μ’ αυτούς που τα πήραν» (αρ. 68).
Και για την επίθεση αστυνομικών δυνάμεων σε φοιτητές γράφει ο ίδιος, πάλι σε
ύφος μακρυγιαννικό: «δια τα νέα καμώματα των χωροφυλάκων όπου ετζάκισαν στο
ξύλο τα λιανόπαιδα του Πανεπιστημίου, όντας ετούτα χάλεβαν[γύρευαν] μπόσκο
εισιτήριο για να παγαίνουν εις τα σχολεία τους και να πισωγυρίζουν εις τα
κονάκια τους τα μιστωμένα. Κι ήταν των ομματιών μου πόνος αβάσταγος να γλέπω τη
χωροφυλακή να βαράη τις παρθένες και τα ’ρσενικά μέσα στο Πανεπιστήμιο οπούναι
σαν το σπίτι τους» (αρ. 69).
Έκπληξη επίσης αποτέλεσε η πολύ περιορισμένη για να μην πω μίζερη δεξίωση
που είχε το έργο του Ασδραχάαπό περιοδικά και εφημερίδες τη στιγμή της έκδοσής του,
σε χρόνια που ζήσαμε και εν μέρει θυμόμαστε κι εμείς. Το μείζον έργο του για
τουςΜηχανισμούς της Αγροτικής Οικονομίας στην Τουρκοκρατία, το 1978, είχε
μία μόνο παρουσίαση σε ξενόγλωσσο περιοδικό. Η Οικονομική Δομή των
βαλκανικών χωρών το 1979 και η Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας το 1982 εμφανίζουν
από μία παρουσίαση. Καμία παρουσίαση για την Ελληνική κοινωνία και οικονομία
το 1982 και το 1988, για την Ιστορική
έρευνα και παιδεία το 1982 και το 1999, για τα Ζητήματα Ιστορίας το
1983 και το 1999, για την Οικονομία και νοοτροπίες το 1988, για τα Σχόλια
το 1993, για τα Ιστορικά απεικάσματα το 1995. Φτωχή και εν συνεχεία η
συγκομιδή, που θα άξιζε να τη σκεφτούμε και να μη βιαστούμε να αναμασήσουμε τα
στερεότυπα και να την αποδώσουμε μόνο στον περίτεχνο, κρυπτικό λόγο του
Ασδραχά.
Κάτι επίσης που, ανάμεσα στα άλλα, ήταν γνωστό και το άφηνε συχνά και ο
ίδιος να εννοηθεί, η εργογραφίαεπιτρέπει να το διαπιστώσεις ανάγλυφα εν τοις
πράγμασι: πόσο δηλαδή αυτοδημιούργητος
υπήρξε, όπως πολλοί συνηλικιώτες του ιστορικοί, πόσοδιαμορφωμένος πήγε στο
Παρίσι το 1965. Αρκεί ίσως να αναφέρω ότι αρχίζοντας να δημοσιεύει το 1953, σε
ηλικία 20 χρόνων, και ώς το 1960 που πήρε καθυστερημένα το πτυχίο του, μετρούμε
84 δημοσιεύματα. Για τη γόνιμη πενταετία που ακολούθησε, όταν χάρη στον Κ. Θ.
Δημαρά βρέθηκε στην πρώτη πεντάδα των ερευνητώνστο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών
του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Ιδρύματος Ερευνών και μέχρι τη στιγμή που έφυγε
υπότροφος για τη Γαλλία, μετρούμε άλλες 69 εγγραφές. Και για να μείνουμε στις
ποσοτικές σταθμίσεις,να πούμε ότι ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης έχει λογαριάσει
πως, εκτός από τις επιστημονικές μελέτες, οι βιβλιοκρισίες τις οποίες ο νέος ανένταχτος
αριστερός κομμουνιστής δημοσίευσε κατεξοχήν στο περιοδικό που τον εξέφραζε
ιδεολογικά, την Επιθεώρηση Τέχνης, μεταξύ 1956 και 1965, συνιστούν το
38% επί του συνόλου των αντίστοιχων κειμένων του περιοδικού.
Διατρέχοντας τα λήμματα της εργογραφίας έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60,και
με τη συνδρομή της δοκιμής βιογραφίας του Δημήτρη για την περίοδο αυτή,γίνεται
σαφές ότι οι θεματικές που σφραγίζουν το έργο τουΑσδραχά (προεπαναστατικά
χρόνια, κλεφταρματολοί, Λευκάδα και πολιτισμική ιστορία των Επτανήσων) βρίσκονται
εξαρχής εκεί. Σε ηλικία 24 ετών, το 1957, του ανατίθεται η υπομνηματισμένη
επανέκδοση των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, όπου η εξοικείωσή του με τον
κόσμο των κλεφταρματολών του επιτρέπει να ιστορικοποιήσει αυτό το εξόχως
ιδεολογικοποιημένο κείμενο, ενώ η ωριμότητά του γίνεται έκδηλη ακόμη και στην
αντιμετώπιση της δριμείας κριτικής που δέχτηκε.
Όσο για την ευρυμάθεια και την ποικιλία των ενδιαφερόντων, καταδεικνύονται, λόγου χάριν, από τα λήμματα
που συντάσσει, όταν το 1958-1960, περιπλανώμενος «στον λόγιο επαγγελματισμό»
όπως γράφει, συνεργάζεται με το Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών. Ούτως ή
άλλως, σταδιακά, από τις επιμέρους περιπτώσεις περνά στους μηχανισμούς, το
τοπικό συνδέεται με το εθνικό, τα ερμηνευτικά σχήματα αποκλίνουν ριζικά από τη
ρομαντική ηρωοποιητική ιστορία, ο κλεφταρματολισμός προσεγγίζεται με τους όρους
της πρωτόγονης επανάστασης, ως μηχανισμός ενσωμάτωσης μάλλον παρά ανατροπής,
ενώ το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την οικονομική ιστορία συνδυάζεται με την
ιστορία των ιδεών και τις νοοτροπίες. Και όλα διαπνέονται από τις «γόνιμες
αναστατώσεις» του μαρξισμού αλλά και την εμπεδωμένη άποψη για την ανάγκη
επιστημονικοποίησής του. Παράλληλα μαρτυρείται η πρώιμα συγκροτημένη άποψή του
για την οργάνωση της έρευνας του νεοελληνικού πολιτισμού, ήδη σε κείμενο του
1958 όπου, εντελώς χαρακτηριστικά, εντοπίζεται
ο όρος «υψηλή εκλαΐκευση» (αρ. 16). Σε άλλο κείμενο «για τα τεκμήρια της
Αντίστασης» που συνέταξε το 1962, προορίζοντάς το για την Επιθεώρηση Τέχνης,
αλλά δεν δημοσιεύτηκε παρά το 1975, βρίσκει κανείς εκτεθειμένη όλη την
τεκμηριωτική στρατηγική που θα υιοθετηθεί από τα ΑΣΚΙ 30 χρόνια αργότερα (αρ.
163). Τέλος, ας θυμίσουμε ότι ο Βιβλιογραφικός οδηγός του Ασδραχά που συνόδευσε
την Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας του Νίκου Σβορώνου το 1978
πηγάζει από αδημοσίευτη εκτενή του μελέτη για τη νεοελληνική ιστοριογραφία του
1964 (σ. 232).
Χωρίς να παραγνωρίσουμε τη διεύρυνση των οριζόντων που σήμανε η μακρά
παραμονή στην Εσπερία, αξίζει εντελώς επιγραμματικά να σχολιάσουμε, με οδηγό το
βιβλίο του Δημήτρη, αυτή την πρώιμα κατακτημένη πνευματική ενδοχώρα. Οι
ετοιμότητες του Σπύρου Ασδραχάδεν φτιάχτηκαν από το σχολείο και το
Πανεπιστήμιο. Η σχολική ιστορία τον απωθούσε και όπως ο ίδιος έλεγε: «Δεν
νομίζω ότι το πανεπιστήμιο με διαμόρφωσε. Ήμουνα outcast, αυτοδημιούργητος, με όλες τις ελαττωματικότητες που μπορεί να έχει αυτό
το πράγμα, να είσαι εκτός συστήματος, να μην έχεις περάσει από μία σκληρή
μαθητεία». Αντίθετα ήταν ο Βαλαωρίτης και η ρωμαλέα απαγγελία της κυρίας Ρουμπίνας, της μητέρας
του, ήταν οι λευκαδίτες λόγιοι που τον μύησαν στο Αρχειοφυλακείο και τη Δημόσια
Βιβλιοθήκη της Λευκάδας, ήταν η συγκυρία, η μυθολογία της Αντίστασης, τα
κομμένα κεφάλια των ανταρτών στο Πεντοφάναρο της κεντρικής πλατείας και η
απαραίτητη για την εγγραφή στο Πανεπιστήμιο «Βεβαίωσις εθνικοφροσύνης», ήταν η «αντικουλτούρα» που
έκανε δυνατή τη συνειδητοποίηση του «εθνικού ψεύδους», ήταν οι παρέες, τα
στέκια και οι κουβέντες στην Αθήνα, ήταν
τα παντοειδή μη ωφέλιμα διαβάσματα, τα περιοδικά και τα βιβλιοπωλεία, τα δίκτυα
και τα μετερίζια μιας Αριστεράς σε δημιουργικό αναβρασμό παρόλη την πρόσφατη
ήττα. Ήταν όλα αυτά που διαμόρφωσαν τους αυτοδημιούργητους ιστορικούς και
διανοούμενους, τον Ασδραχά, αλλά και τον Φίλιππο Ηλιού, τον Άγγελο Ελεφάντη και
άλλους πολλούς, και όχι τα πανεπιστημιακά έδρανα, για εκείνους βέβαια που είχαν
τη δυνατότητα να τα προσεγγίσουν. Όσοι από μας φτιάξαμε τις ιστορικές μας
περιέργειες και τις αντίστοιχες ζητήσεις μέσα στην τύρβη της Μεταπολίτευσης
πολύ περισσότερο παρά στις όποιες σχολές έτυχε να βρεθούμε, μπορούμε εύκολα να
το καταλάβουμε αυτό, που είναι ενδεχομένως χρήσιμο όταν αποτιμάται η σημασία συλλογικοτήτων
σαν τη δική σας - δεν γνωρίζω τη Στάση στο Καλαμάκι αλλά υποθέτω το στίγμα της.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι πλαισιώσεις και τα ερεθίσματα φυσικά δεν αρκούν. Από εκεί και πέρα αρχίζει
η πάλη του καθενός με τον άγγελο, με τα όρια της ζωής και των δυνατοτήτων του.
Και η πλούσια συγκομιδή που μας χάρισε ο Δημήτρης μας επιτρέπει ακριβώς να
αναστοχαστούμε την εξαίρεση, διανοητικά και ηθικά, δηλαδή πολιτικά, που συνιστά
η περίπτωση του δασκάλου μας Σπύρου Ασδραχά. Ή για να τελειώσω με τα λόγια του
Δημήτρη: «παιδί του δικού του μικρού και μεγάλου
χρόνου, παιδί των δικών του πατρίδων, που έφυγαν τώρα και χάθηκαν μαζί του,
μαζί με τις λέξεις που έπλασε για να μας πει τον δικό του κόσμο. Μέσα από αυτό
το ταξίδι ο Σπύρος Ασδραχάς έφτιαξε τη μορφή του: παιδί αυτής της εποχής,
μέτοχοι της οποίας υπήρξαμε, λίγο ή πολύ όλοι μας. Παιδί της, αλλά και
εκφραστής της; Οπωσδήποτε ναι, αναμφίβολα -
αλλά όχι καθρέφτης της» (σ. 24)
***
Σπύρος Ασδραχάς:
Συνηγορία για τις
νέες και τους νέους
Άννα Ματθαίου
Ευχαριστώ πολύ τον Νίκο Ξυδάκη για την πρόσκληση και
χαίρομαι πολύ που συμμετέχω στην αποψινή εκδήλωση, καθώς μου δίνεται η ευκαιρία
να αναφερθώ σε όψεις της συμβολής του Σπύρου Ασδραχά στη ριζοσπαστική ανανέωση
της ιστορικής και πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα.
Ο Σπύρος Ασδραχάς πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη των
ιστορικών σπουδών, και είναι περισσότερο γνωστός για τις μελέτες του με έμφαση
στην οικονομική ιστορία, η οποία αποτέλεσε ένα νέο και ευρύ πεδίο για τη
νεότερη ελληνική ιστορία από την περίοδο της Μεταπολίτευσης ως τις αρχές του
21ου αιώνα. Τα σχόλια που ακολουθούν εκπορεύονται από το βιβλίο του Δημήτρη
Αρβανιτάκη Σπύρος Ι. Ασδραχάς (1933-2017) Εργογραφία& δοκιμή βιογραφίας,
το οποίο κυκλοφόρησε το 2021, από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Το διπλό αυτό βιβλίο
του Δημήτρη για τον Σ. Ασδραχά αναφέρεται στο σύνολο του έργου του ιστορικού
και τις θεματικές χρονικότητές του, σε συνδυασμό με στοιχεία της βιογραφίας του
και το ιστορικό πλαίσιο.
Ο Σ.
Ασδραχάς από το 1965 βρίσκεται στο Παρίσι με τριετή υποτροφία από το ΙΚΥ, και
από 1967 έως το 1974 εργάζεται ως βοηθός έρευνας στο έκτο τμήμα της ÉcolePratiquedesHautesEtudes. Κατά την περίοδο
της Μεταπολίτευσης συμπίπτουν δυο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο αφορά το
ξεκίνημα της διδασκαλίας του το 1974, αρχικά στο τέταρτο τμήμα της ÉcolePratique (με ανάθεση διδασκαλίας) και αργότερα στο Πανεπιστήμιο ParisI, Panthéon-Sorbonne, όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση μεταπτυχιακών
διπλωματικών εργασιών και διδακτορικών διατριβών, στο πλαίσιο του σεμιναρίου
που διδάσκει μια φορά τη βδομάδα, συνήθως Τρίτη απόγευμα. Ιανουάριο του 1994
ξεκινά το παράλληλο σεμινάριο στο Ινστιτούτο Ιστορικών Μελετών, το οποίο
σταματά το 2007. Τα δυο αυτά σεμινάρια σε Παρίσι - Αθήνα συνέβαλαν στον
εκδημοκρατισμό των μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα, καθώς συγκέντρωσαν πλήθος
φοιτητών και φοιτητριών, με απολογισμό στα 33 χρόνια διδασκαλίας 144
μεταπτυχιακές εργασίες και 53 διδακτορικές διατριβές.
Ας μη ξεχνάμε το σκληρό τοπίο των μεταπτυχιακών σπουδών
στην Ελλάδα της εποχής –ένα τεράστιο μηδέν στο επίπεδο των ελληνικών
πανεπιστημίων– που προδίκαζε την αυστηρή
ιεραρχία (κοινωνική, οικονομική ή πολιτισμική) όσων επιχειρούσαν την έρευνα ή
την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Ο
Σ. Ασδραχάς εντελώς συνειδητά προσπάθησε αν όχι να ανατρέψει, πάντως να
διεμβολίσει αυτή την κατάσταση, διευκολύνοντας την εγγραφή για μεταπτυχιακές
σπουδές σε άτομα που εργαζόντουσαν στην
Ελλάδα ή δεν μπορούσαν να έχουν μια συνεχή διαμονή και παρουσία στο Παρίσι για
λόγους οικονομικούς.
Η στάση του αυτή, καθώς τη σκέφτομαι σήμερα, υπήρξε
ριζοσπαστική για δυο λόγους: πρώτα γιατί επέτρεψε σε έναν ευρύ αριθμό νέων
κυρίως ατόμων να έρθουν σε επαφή με τη νεότερη ελληνική ιστορία, η οποία
αποτελούσε ένα νέο πεδίο πρόσληψης και «ζήτησης» για τη χώρα, και επίσης γιατί έσπασε τη στεγανή
σοβαροφάνεια για το τι σημαίνουν μεταπτυχιακές σπουδές ή διατριβή, για το τι
σημαίνει εντέλει εκδημοκρατισμός της παιδείας και των ιστορικών σπουδών. Και βεβαίως
η στάση του αυτή σήκωσε αρνητικές κρίσεις, δυσπιστία και ειρωνεία –και όχι μόνο
στο ελληνικό ακαδημαϊκό κατεστημένο[1]. Όπως σήμερα έχει επανέλθει και χρησιμοποιείται με
καταγέλαστο τρόπο η αρετή της αριστείας, έτσι και στα μέσα του δεύτερου μισού
του εικοστού αιώνα, ο πλουραλισμός των διατριβών, και δη των διατριβών
οικονομικής ιστορίας ή ιστορίας των νοοτροπιών, θεωρήθηκε από κάποιους ότι
υπερβαίνει τα εσκαμμένα.
Το
δεύτερο γεγονός αφορά τη συστηματική παρέμβασή του στην ιστορικές σπουδές και
στην εδραίωση του επαγγέλματος των ιστορικών στην Ελλάδα. Όπως καταγράφει ο
Δημήτρης στο βιβλίο του, από το 1977 έως το 1990 ο Σ. Ασδραχάς αναλαμβάνει τη
διεύθυνση Προγραμμάτων Ερευνών στην Εθνική Τράπεζα, την Εμπορική Τράπεζα, τη
Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και μεταγενέστερα στην Τράπεζα
Πειραιώς, και παράλληλα συμμετέχει στην Επιτροπή που συστήθηκε στο Ιστορικό
Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας του Υφυπουργείου Νέας Γενιάς (επί Κώστα Λαλιώτη το
1983). Όλα αυτά τα ερευνητικά προγράμματα, πέρα από την ανανέωση και
διεθνοποίηση της «νέας ελληνικής ιστορίας», μέσω διεθνών συνεδρίων και
συναντήσεων, στόχευαν στην αξιοποίηση και ανάδειξη στις δυο αυτές δεκαετίες
νέων ανθρώπων που ετοίμαζαν ή μόλις είχαν υποστηρίξει τη διατριβή τους και
αναλάμβαναν αξιοπρεπείς συμβάσεις (τονίζω το αξιοπρεπείς) για να δημοσιοποιήσουν
και εκδώσουν τις μελέτες τους. Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο, πριν ακόμα αρχίσει
η χρηματοδότηση της έρευνας μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων ΕΠΕΑΕΚ ή ΕΣΠΑ, η
διατριβή πολλών νέων ιστορικών
χρηματοδοτήθηκε και εκδόθηκε σε άρτια βιβλία, εμπλουτίζοντας και ανανεώνοντας,
θεαματικά, θεματικά την ελληνική ιστοριογραφία του δεύτερου μισού του 20ού
αιώνα.
Παραθέτω
τα λόγια του στην εναρκτήρια συνεδρία του διεθνούς Συμποσίου «Ιστορικότητα της
παιδικής ηλικίας και της νεότητας», που οργανώθηκε στην Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου
1984: «Για να έρθουν σε πέρας αυτές οι έρευνες έπρεπε να βρεθούν άνθρωποι [που
θα τις αναλάβουν]. Οι μέθοδοι είναι τρεις: η μία είναι να βρει κανείς έτοιμους
ανθρώπους, η δεύτερη είναι να διαμορφώσει ανθρώπους και η τρίτη να
εμπιστευτεί στους ανθρώπους. Καθώς η πρώτη περίπτωση μάλλον αποκλειόταν,
τουλάχιστον λόγω του εύρους της θεματικής και των δυνάμεων των οποίων είχε
ανάγκη, καταλήξαμε στην Τρίτη εκδοχή, στο να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους. Κι
αυτό γιατί δεν είμαστε Κέντρο έρευνας, δεν είμαστε Πανεπιστήμιο, δεν έχουμε τη
δυνατότητα της διαμόρφωσης ανθρώπων παρά στο βαθμό όπου οι προσωπικές επαφές θα
μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτό που λέμε διαμόρφωση ερευνητή, διαμόρφωση
επιστήμονα. Επιτρέψτε μου να σας επισημάνω το γεγονός της εμπιστοσύνης προς
τους νέους ανθρώπους, ανθρώπους που δεν έρχονται όλοι από το χώρο της επιστήμης
της ιστορίας, αλλά και από άλλους χώρους των κοινωνικών επιστημών και έχουν
οδηγηθεί στην ανάγκη ης ιστορίας από την ίδια τη λογική της επιστήμης τους που
εκβάλλει στο ιστορικό. Αν το έργο που μας εμπιστεύτηκε το Υφυπουργείο Νέας
Γενιάς έχει κάποια πολιτισμική επίπτωση, σημαντικό μέρος της επίπτωσης αυτής θα
ορισθεί από το γεγονός της εμπιστοσύνης προς τις νέες ερευνητικές δυνάμεις, οι
οποίες δεν υπάρχουν με ένα ‘καταξιωμένο’ έργο»[2]. Στο ζήτημα της εμπιστοσύνης στις νέες και τους νέους
επιστήμονες θα επανέλθω.
Ταυτόχρονα
και παράλληλα ο Σ. Ασδραχάς με τον Φίλιππο Ηλιού και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο,
τον Σεπτέμβρη του 1983, χρονιά που όπως
φαίνεται υπήρξε η πιο δραστήρια για τις υλοποιήσεις πολλών σχεδιασμών, ιδρύουν
το περιοδικό Τα Ιστορικά, το οποίο εκδίδεται μέχρι σήμερα δυο φορές το
χρόνο. Και τα Ιστορικά στηρίχτηκαν και υποστήριξαν αρκετές νεανικές
πρώτες δημοσιεύσεις. Πολλές και πολλοί από τη γενιά μου έστειλαν τα πρώτα τους
κείμενα στο περιοδικό, συχνά κατόπιν παραγγελίας ή υπόδειξης από τον Σ. Ασδραχά
ή τους άλλους δυο συνιδρυτές. Αν διατρέξει κανείς τα ονόματα των συγγραφέων του
περιοδικού, θα διαπιστώσει την πυκνή συμμετοχή από αρκετά νεαρά τότε άτομα που
σύχναζαν σε διάφορα σεμινάρια στο Παρίσι.
Σε όλα
αυτά ας προσθέσουμε και την αλλαγή κουλτούρας που συντελέστηκε αυτή την
εικοσαετία. Παλιότερα η προσθήκη «ιστορικός» ως επαγγελματική ιδιότητα δεν
σήμαινε τίποτα, σε αντίθεση με την καταξιωμένη ταυτότητα του φιλόλογου. Κοινή
πεποίθηση των τριών ιδρυτών του περιοδικού Τα Ιστορικά είναι και η
εδραίωση της αυτονομίας του επαγγέλματος του ιστορικού. Για το ζήτημα αυτό,
αλλά και για τη ευρύτητα του έργου των ιστορικών (σε σχέση και με τις
προτεραιότητες και κατευθύνσεις της ιστορικής επιστήμης) ο Σ. Ασδραχάς έχει γράψει πολλές φορές.
Με τον ίδιο παλμό λόγου και ψυχής συμμετέχει στο
σχεδιασμό και την οργάνωση του πρώτου αυτόνομου Τμήματος Ιστορίας, στο Ιόνιο
Πανεπιστήμιο, το 1984. Ήδη από το 1982-3 είχε επεξεργαστεί ένα κείμενο για τη
«φυσιογνωμία και πολιτισμική πολιτική του Πανεπιστημίου του Ιονίου» που
δημοσιεύτηκε στο π. Αντί το Μάιο του 1983, έχοντας στο νου του «μια
Σχολή Επιστημών του Ανθρώπου, Κοινωνικών Επιστημών, με μια κοινή αναφορά: τη
διαχρονία, και ένα κοινό αιτούμενο, την επικοινωνία των επιστημών αυτών» (Δ.
Α., σ. 326-27). Το Τμήμα Ιστορίας στήθηκε, διαφορετικά όμως από τους αρχικούς
σχεδιασμούς, και βέβαια υφίσταται μέχρι σήμερα…
Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης χρησιμοποιεί αρκετές
φορές την «αναφορά στο γαλλικό παράδειγμα», σχολιάζοντας αντιστοιχίες ή
μεταφορές εγχειρημάτων και θεσμικών προτάσεων του Ασδραχά από το Παρίσι,
κάποιες από τις οποίες υλοποιήθηκαν με διαφορετικό τρόπο, κάποιες
κακοποιήθηκαν, κάποιες έμειναν στα χαρτιά και πολλές τερματίστηκαν με την
αλλαγή του πολιτικού τοπίου.
Θέλω να σχολιάσω
αυτό το «γαλλικό παράδειγμα». Πιστεύω πως τα γεγονότα του Μάη του ’68 στο
Παρίσι, και κυρίως η «πολιτιστική επανάσταση» που συζητήθηκε ή επιχειρήθηκε,
ιδίως στο χώρο της παιδείας, επηρέασαν τη θέαση και τους σχεδιασμούς του Σπύρου
Ασδραχά σε πολλά πράγματα, αλλά και στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού της γνώσης
και της διδασκαλίας, και ιδίως της εμπιστοσύνης του στις νέες και τους νέους.
Κι όταν με το καλό μεταφερθούν τα βιβλία του από το Παρίσι στην Ελλάδα θα
επαληθεύσω αν πράγματι στη βιβλιοθήκη
του υπάρχει το βιβλίο που πριν από λίγους μήνες επιτέλους μεταφράστηκε στα
ελληνικά, το βιβλιαράκι του HenriLefebvre με τίτλο Η εισβολή του Μάη[3], που γράφτηκε εν θερμώ, ταυτόχρονα με τα συμβάντα, τον
Μάιο-Ιούνιο του 1968, με στόχο όχι την αποτίμηση αλλά την προοπτική του Μάη σε
διάφορα ζητήματα, ανάμεσά τους και στην παιδεία. Πιστεύω ότι το παρακάτω
απόσπασμα θα μπορούσε να έχει διαβαστεί ή αποτελέσει πηγή στοχασμού του Σ. Ασδραχά, καθώς αναφέρεται σε
κοινωνικές και θεωρητικές ιεραρχήσεις, που παρόλες τις διαφορές μεταξύ των δυο
χωρών (Ελλάδας και Γαλλίας) μοιάζει να έχουν κοινή παρουσία.
«Αυτό που καταρρέει είναι η ιδεολογία της ιεραρχικής
κατηγοριοποίησης, η εικόνα της τάξης που τοποθετεί τον διδάσκοντα πάνω από τον
διδασκόμενο, τη γνώση πάνω από την άγνοια η οποία αποζητά να μάθει και έχει
αρχίσει να μαθαίνει» … «Θα μπορούσε ο διδάσκων να θεωρείται ένας “μηχανικός των
ψυχών”; Σίγουρα όχι. Δεν διαπλάθει τις ψυχές σύμφωνα με μια κεκτημένη και
αμετάβλητη γνώση. Ο διδάσκων υπάρχει αφ’ εαυτού» … «Ο διδάσκων δεν μπορεί να
εξομοιωθεί με ένα κανάλι ούτε ο θεσμός του Πανεπιστημίου με ένα δίκτυο.
Ανασύσταση της γνώσης; Ναι, αλλά ριζικά μετασχηματισμένη από μιας τεράστιας
κλίμακας εργασία (διδασκαλία, έρευνα, ανακάλυψη), συγχρόνως συλλογική και
ατομική, που συνδυάζει αυτές τις δυο αδιαχώριστες πλευρές της πράξης. Πρόκειται
για μια εργασία παραγωγική, δηλαδή δημιουργική»[4].
Ο Μάης του 1968 αφορούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα
προβλήματα της παιδείας, εξίσου μη εκδημοκρατισμένης και στη Γαλλία. Είναι η
εποχή που τα προβλήματα της εκπαίδευσης συναρτώνται άμεσα με την πολιτική, η
εποχή της «πολιτικής παιδείας», σύμφωνα με τα λόγια του HenriLefebvre. Είναι περισσότερο από σίγουρο ότι ο Σ. Ασδραχάς
αφουγκράζεται, διαβάζει, σκέφτεται και επεξεργάζεται τις αναζητήσεις του
γαλλικού Μάη, τότε, αλλά και αργότερα, και προσμετρά τις αλλαγές που αυτός κληροδότησε. Γνωρίζει βέβαια πολύ
καλά τις διαφορές ανάμεσα στο γαλλικό και ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και
στους ίδιους τους φοιτητές.
Θα κλείσω με τα λόγια του, από μια συνέντευξη στον
Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη στις 26 Ιανουαρίου 1983, πριν σαράντα χρόνια, όταν
σχολιάζει και προσμετρά τις δυσκολίες του ελληνικού εγχειρήματος και τα βαρίδια
του ελληνικού εκπαιδευτικού και πανεπιστημιακού κατεστημένου. Μιλάει για μια
καθημερινή ψυχολογική δοκιμασία των φοιτητών που ζώντας σε νέα περιβάλλοντα
πασχίζουν όχι απλώς να προσαρμοστούν, αλλά να αποτινάξουν κάποιες από τις προηγούμενες
βεβαιότητες και άχρηστες ή στρεβλές γνώσεις.
«Είναι επόμενο ότι όσοι σπουδάζουν στη Γαλλία έχουν τη
δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με μια ιστοριογραφία που ανανεώνεται συνεχώς και
μπορούν έτσι να μεταμοσχεύσουν την προβληματική της στην εθνική μας
ιστοριογραφία και να συμβάλουν, συνεπώς, στην απαγκύλωσή τηςˑ ακόμη περισσότερο να συμβάλουν στην παραγωγή μιας
ανεξάρτητης επιστήμης. Δυνατότητα όμως δεν σημαίνει και πραγματικότητα: ειδικά
ως προς τη Γαλλία το πρόβλημα της επιστημονικής ενσωμάτωσης των Ελλήνων
μεταπτυχιακών σπουδαστών είναι τεράστιο, γιατί στις συντριπτικά περισσότερες
περιπτώσεις δεν έχουν αποκτήσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο μια ιστορική
ευαισθησία ικανή να τους κάμει δέκτες των ερεθισμάτων που εκπέμπει η γαλλική
ιστοριογραφία, ας πούμε εκείνη που βγαίνει από το κλίμα των Annales.
Αρχίζει μια προσωπική πάλη των σπουδαστών, από την οποία έχω την εντύπωση ότι
πολλοί θα βγουν κερδισμένοιˑ μια πάλη που έχει ως σκοπό τη συγκρότηση ενός
σκεπτικού τελείως διαφορετικού απ’ αυτό που τους έδωσε η αγωγή τους, μια πάλη
που την υποβοηθά μια κεκτημένη απαίτηση, να δώσουν δηλαδή ιστορική διάσταση στα
σημερινά προβλήματα της ζωής τους και των αντικειμένων των επιστημών στις
οποίες έχουν θητεύσει. Γιατί είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι υπάρχει έντονη
ιστορική ζήτηση από την πλευρά σπουδαστών που δεν έχουν βγάλει φιλοσοφικές
σχολές, πράγμα που υποδηλώνει και την ανάγκη για ιστορική παιδεία που υπάρχει
στη χώρα μας. Στο βαθμό που μπορώ να ξέρω τα ενδιαφέροντα νέων που σπουδάζουν ιστορία
στο Παρίσι, είμαι σε θέση να μαρτυρήσω ότι πραγματικά τα ενδιαφέροντα αυτά
τείνουν να συμβάλουν, στο θεματολογικό τουλάχιστον επίπεδο, στη διαφοροποίηση
των ιστορικών σπουδών μας. Αλλά το παιχνίδι δεν πρόκειται να παιχτεί σε κανένα
Παρίσι αλλά στην ίδια μας τη χώρα»[5].
Όπως προσπάθησα να σας πω απόψε πολλά σχέδια και
προσωπικά στοιχήματα στήθηκαν από τον Σπύρο Ασδραχά και ευτυχώς κάποια από αυτά
αντιστάθηκαν στη σκουριά του χρόνου και των πρόσφατων δύσκολων καιρών. Ανάμεσά τους είναι η ανανέωση των ιστορικών
σπουδών σε συνδυασμό με την ηλικιακή και κοινωνική ανανέωση των ίδιων των
ιστορικών. Το κείμενο αυτό το έγραψα πριν την πρώτη Μαρτίου και την οδύνη που
ακολούθησε για το θάνατο τόσων νέων ανθρώπων στα Τέμπη. Ξαναδιαβάζοντάς το
χθες, ένοιωσα ότι μιλώντας σας απόψε για τις προσπάθειες αυτές του Σπύρου
Ασδραχά υπέρ των νέων και αδυνάτων, αποτίνω την ελάχιστη τιμή στις φοιτήτριες
και τους φοιτητές που χάθηκαν, όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε.
[1] Στο βιβλίο του Δημήτρη Αρβανιτάκη (Σπύρος Ι. Ασδραχάς (1933-2017). Εργογραφία& δοκιμή βιογραφίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 2021, σ. 310) επισημαίνονται κάποια σχετικά σχόλια.
[2]Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, τ. Α΄, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1986, σ. 31.
[3]HenriLefebvre, Η εισβολή του Μάη, Μετάφραση: Δημήτρης Γκινοσάτης, Επιμέλεια: Τάσος Μπέτζελος, Επίμετρο: Γιάννης Φλυτζάνης, Αθήνα, Εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2022.
[4]στο ίδιο, σ. 177 και 178.
[5]Σπύρος Ασδραχάς, Σχόλια, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1993, σ. 209-210.
***
Σπύρος Ασδραχάς:
Ένας ιστορικός στον δρόμο
Δημήτρης
Αρβανιτάκης
Πρόκειται, μήπως, για λογοπαίγνιο; Ο Σπύρος Ασδραχάς δεν
ήταν ο άνθρωπος της κοινωνικής δράσης, της κομματικής δέσμευσης ή της πολιτικής
στράτευσης, δεν ξέρω καν αν πήγε ποτέ του σε διαδήλωση. Για ποιον «ιστορικό
στον δρόμο», λοιπόν, θα μιλήσουμε; Παρά τα φαινόμενα, όμως, ακριβώς γι’ αυτόν
θα μιλήσουμε: για τον άνθρωπο, για τον ιστορικό, της διαρκούς πολιτικής
παρέμβασης και της διαρκούς μέριμνας για την καλλιέργεια της ιστορικής
παιδείας, για τον ιστορικό που εξελάμβανε την ιστορία ως αναγκαία, ανατρεπτική
πολιτισμική παρέμβαση, για τον ιστορικό του αιτήματος της απελευθέρωσης.
Προκειμένου να σχολιάσω το θέμα μου, δεν θα αναφερθώ στο
καθαυτό ιστοριογραφικό του έργο, αλλά θα επικεντρωθώ σε μια εκ πρώτης όψεως
περιφερειακή πτυχή του: στην αρθρογραφία του σε περιοδικά και εφημερίδες, σε μη
επιστημονικά έντυπα, για να επιχειρήσω να δω μαζί σας τι επεδίωκε άραγε με αυτή
την παράλληλη δραστηριότητα, ποια σχέση μπορεί να έχει αυτή με το κυρίως επιστημονικό
του έργο.
Και πρώτα, οι αριθμοί. Η εργογραφία του αριθμεί συνολικά
724 κείμενα. Για τις ανάγκες της αποψινής συζήτησης, κάθισα και μέτρησα τις
συμβολές για τις οποίες θα ήθελα να μιλήσουμε, για τη μη καθαρά επιστημονική
του αρθρογραφία, δηλαδή. Προσμετρώντας όχι τα σκόρπια ευκαιριακά άρθρα, αλλά
μόνο όσα δημοσιεύτηκαν σε έντυπα με τα οποία είχε κάποια μονιμότερη σχέση ή
σύνδεση, βρίσκω ότι αυτά είναι 325. Κάτι παραπάνω από τα μισά του συνολικού
αριθμού της εργογραφίας. Η κατανομή τους έχει κάποιο ενδιαφέρον: 105 κείμενα
στην Καθημερινή (όλα στη
Μεταπολίτευση, εννοείται)· 102 στην Αυγή (δύο
απ’ αυτά πριν το 1967)· 48 στην προδικτατορική Επιθεώρηση Τέχνης· 14 στον επίσης προδικτατορικό Ανεξάρτητο Τύπο· 13 στον Πολίτη· 11 στα Νέα· 10 στις Λευκαδίτικες Σελίδες·
9 στην Ελευθεροτυπία· 8 στο Αντί· 5 στην Εποχή. Από αυτά, όπως είναι ευνόητο, η μερίδα του λέοντος ανήκει
στα μετά το 1974 χρόνια: 76 πριν από το 1974 και 249 μετά. Ο λογαριασμός έγινε
με το μολύβι και μπορεί το εξαγόμενο να μην είναι απολύτως ακριβές, αλλά εδώ
βρισκόμαστε.
Φαίνεται από τα παραπάνω, αλλά ας το πούμε πιο ρητά:
παλαιότερη και μονιμότερη σύνδεσή του υπήρξε εκείνη με τον αστερισμό των
εντύπων της Αριστεράς, αρχής γενομένης από την Επιθεώρηση Τέχνης στη δεκαετία 1956-1965. Ο μεγάλος αριθμός των
κειμένων του στην Καθημερινή
οφείλεται σε μία συνεργασία που γνώρισε δύο φάσεις: η πρώτη από τον Οκτώβριο
του 1992 μέχρι τον Ιανουάριο του 1994 (οπότε, όπως σημειώνει ο ίδιος, «η
εφημερίδα διέκοψε τη συνεργασία»), και η δεύτερη από τον Ιούνιο του 2009 μέχρι
τον Σεπτέμβριο του 2012. Και η μία και η άλλη βρήκαν, ευτυχώς, τον δρόμο του
τυπογραφείου, και οι δύο από τις εκδόσεις «Θεμέλιο»: η πρώτη το 1995, με τον
τίτλο Ιστορικά απεικάσματα και η
δεύτερη, το 2014, με τον τίτλο Υπομνήσεις.
Ιστορικότροπα σημειώματα.
Ως προς τη συχνότητα και την αιτιολογία. Εύκολα
αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η δραστηριότητα μπορεί στην πρώτη φάση της, στις
δεκαετίες του 1950 και του 1960 να υπάκουε σε ανάγκες έκφρασης, δεδομένης
μάλιστα της έλλειψης αυστηρά επιστημονικών ιστορικών περιοδικών, ή να ήταν στο
πλαίσιο ενός «λόγιου επαγγελματισμού», όπως το έλεγε ο ίδιος, αλλά στις
δεκαετίες μετά το 1970 υπάκουε, κατά τη δική μου ανάγνωση τουλάχιστον, σε μια συγκεκριμένη λογική πολιτικής,δηλαδή
πολιτισμικής παρέμβασης: επρόκειτο για τη συνειδητή σκιαγράφηση ενός άλλου
προφίλ διανοουμένου, για μια άλλη στόχευση του ιστοριογραφικού έργου.
Εκείνο που δίχως καμία αμφιβολία χαρακτηρίζει τον δημόσιο
λόγο του είναι ο «αυτοπεριορισμός» του σε έναν ευρύ μεν, συγκεκριμένο όμως,
πλέγμα θεμάτων – ο όρος «πλέγμα» δεν είναι τυχαίος: κείμενα πολυεπίπεδου
ιστορικού/ιστοριογραφικού προβληματισμού, βιβλιοκρισίες, κείμενα για την
πολιτική, για την εκπαίδευση, για την έρευνα. Ίσως και άλλα, αλλά κυρίως αυτά.
Αν, λοιπόν, υπήρξε ένας διανοούμενος της μακράς Μεταπολίτευσης, υπήρξε ένας
πολύ ιδιαίτερος διανοούμενος, εντασσόμενος σταθερά στον χώρο της Αριστεράς (και
«επενδύοντας σε αυτήν το κύρος του», όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Αντώνης
Λιάκος), αυτοπεριοριζόμενος σε πεδία για τα οποία μπορούσε να έχει έμπεδη
γνώση, μπορούσε να εκφράσει υπεύθυνο προβληματισμό. Αλλά, όχι μόνο αυτό.
Ο Σπύρος Ασδραχάς δεν έγραψε αυστηρά θεωρητικά κείμενα,
κείμενα για τη θεωρία της ιστορίας, κείμενα μεθοδολογικού χαρακτήρα. Και όμως.
Μένει κανείς πάντα με την εντύπωση ότι όλα του τα κείμενα συζητούν ακριβώς για
τη φύση και για τη θεωρία της ιστορίας, για τα όρια και τους τρόπους της
ευρετικής, για τη φύση και τα όρια του πηγαϊκού κόσμου, για την άρθρωση του
«αλφάβητου» του ιστορικού, για το ζήτημα της ιστορικοποίησης των εννοιών και
των εργαλείων του ιστορικού: όλα του τα κείμενα θέτουν ζητήματα ιστορικής
μεθοδολογίας, σκιαγραφούν έναν στοχασμό για την ιστορία. Αν, όμως, δεν έγραψε
κείμενα τέτοιας φύσεως, πιστεύω ότι αυτά τα μικρά κείμενα, αυτά που είδαν το
φως στα μη επιστημονικά έντυπα, υπηρετούν σε μεγάλο βαθμό αυτή τη λειτουργία
του λόγου του.
Στα σύντομα αυτά κείμενα, κάποτε και σε
συνεντεύξεις-συζητήσεις, έβρισκε την ευκαιρία να διατυπώσει ισχυρούς
ιστοριογραφικούς προβληματισμούς, την πρακτική εφαρμογή των οποίων έδειχνε στα
(ή μάλλον: την αντλούσε από τα) πιο αυστηρά επιστημονικά του κείμενα. Αν
αληθεύει αυτή η σκέψη, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά
σε ένα συνεχές πεδίο λόγου, μπροστά
σε μία αδιάρρηκτη συζήτηση και έναν ενιαίο θεωρητικό-εμπειρικό προβληματισμό,
ο οποίος εκφραζόταν με διαφορετικούς τρόπους, αλλά όχι με διαφορετικές
ποιότητες. Έτσι, δεν επιτρέπεται να θεωρήσουμε τα κείμενα αυτά ως ευκαιριακά,
αλλά χρειάζεται να τα αναδείξουμε σε ισοδύναμους συζητητές, σε αναγκαίους
σχολιαστές της ίδιας της ιστοριογραφικής του πρακτικής, σε υπόρρητους δείκτες
προσανατολισμού του ιστοριογραφικού σκεπτικού του. Θα μείνω σε ένα-δύο
παραδείγματα αυτού που ονομάζω συνεχές
πεδίο λόγου, αυτής της εσωτερικής
δηλαδή επικοινωνίας των μικρών δημοσιευμάτων με το καθαυτό επιστημονικό του
έργο.
Έχει αναφερθεί πολλές φορές ο ίδιος, έχουν αναφερθεί και
οι δύο συνοδίτες του, ο Φίλιππος Ηλιού και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, στην
προσπάθεια κάποιων, λίγων, νέων ιστορικών, στις δεκαετίες 1950-1960, αφενός να
εμβολίσουν την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία και αφετέρου να «επιστημονικοποιήσουν»
τον μαρξισμό, με πεδίο άσκησης την ιστορική έρευνα. Ο ίδιος, άλλωστε, έχει
επισημάνει μια ευρύτερη τάση, που αναζητούσε την έκφρασή της σε έναν τουλάχιστο
τομέα του εκλαϊκευτικού λόγου: όταν μιλούσε για την έκδοση του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού της Νεωτέρας Ελλάδος
του Ελευθερουδάκη με αρχισυντάκτη τον Στάθη Δρομάζο, έκανε λόγο για την
προσπάθεια διατύπωσης ενός «“επιστημονικοποιημένου” αριστερού ιστορικού λόγου, ένας από τους κύριους
εκφραστές του οποίου ήταν τότε [: στη δεκαετία του 1960] ο Νίκος Σβορώνος».
Με τα λόγια του Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Η μαρξιστική
ιστοριογραφία βέβαια είχε ξεκινήσει πολύ πριν από τη δική μας γενεά, αλλά άκρως
πολιτικοποιημένη καθώς ήταν, αδιαφορούσε για τα ερευνητικά καθέκαστα,
αδυνατούσε να δημιουργήσει ένα έγκυρο ιστοριογραφικό πεδίο μαρξιστικής
θεματολογίας, με άμεση και προφανή επίπτωση το να εγκαταλείπεται η
ιστοριογραφική κοινότητα στις επιστημονικοφανείς απαιτήσεις μιας συντηρητικής
ιστοριοδιφίας. [...] Είχαμε καταλάβει –και ο Σπύρος ήταν νομίζω ο βασικός
εκφραστής αυτής της αντίληψης– ότι η ανανέωση της επιστημονικής μας
ιστοριογραφίας και συνεπώς η δημιουργία μιας αποδεκτής επιστημονικής ταυτότητας
για μας, πέρναγε μέσα από την αναβάθμιση της μαρξιστικής ιστοριογραφίας». Στα
προβλήματα του νεαρού ελληνικού μαρξισμού έχει αναφερθεί επίσης ο Φίλιππος
Ηλιού, μιλώντας για την ετερογένεια της μαρξιστικής ορολογίας, για τη συχνά
μηχανιστική μεταφορά-προσαρμογή εν Ελλάδι θεωριών και μοντέλων, ακόμα για
«ιδιότυπες μεταγραφές σε μαρξιστική ορολογία πληροφοριών και ερμηνευτικών
συστημάτων που παρείχε η τρέχουσα ελληνική “αστική” ιστοριογραφία».
Αυτή είναι η μία πλευρά. Γιατί, ο Ηλιού έχει μιλήσει
επίσης για τις «γόνιμες αναστατώσεις» που έφερε ο άγουρος ακόμα μαρξισμός, παρά
τα προβλήματα και την ελλιπή του αυτονόμηση, στην ιστοριογραφική σκέψη των
χρόνων εκείνων. Ακόμα περισσότερο: ο Σπύρος Ασδραχάς μίλησε, και μίλησε πολύ
ενωρίς, για τα «γιναντιαία θέματα», τα οποία ανέδειξε ο μαρξισμός, ανανεώνοντας
ριζικά την ιστοριογραφική ματιά. Και πότε το είπε αυτό; Τον Ιούνιο του 1961, σε
ένα σημαντικότατο κείμενό του στην Επιθεώρηση
Τέχνης, με τον τίτλο «Ενώπιον τάφου νεοσκαφούς», λίγο μετά τον θάνατο του
Γιάννη Κορδάτου, απαντώντας σε πολύ αυστηρό τόνο σε έναν καθόλου συγκαλυμμένο
λίβελο του Ευάγγελου Φωτιάδη, έναν λίβελο που υποκρινόταν τον επικήδειο του
νεκρού Κορδάτου. Ας θυμίσω ότι ο Φωτιάδης ήταν ένας δεξιός, που υποδυόταν τον
λόγιο και τον ιστορικό, εκείνη τη στιγμή διευθυντής της ΕΒΕ και καθηγητής
ιστορίας στη Σχολή Ευελπίδων – μπορείτε να φανταστείτε...
Στο σύντομο κείμενό του, με εξαιρετική ετοιμότητα και
αυτοπεποίθηση ύφους (το 1961 ο Ασδραχάς είναι είκοσι οχτώ χρονών), αναδείκνυε
τον ιδεολογικό πυρήνα και τον πολεμικό χαρακτήρα του κειμένου του Φωτιάδη,
στρέφοντας αυτός τη συζήτηση «στα γιγαντιαία θέματα [που] οφείλουν στον Κορδάτο
την ένταξή τους στα ιστορικά μας ενδιαφέροντα». Αναλαμβάνοντας τη θαρραλέα
συνηγορία του μαρξιστή ιστορικού, δεν νομίζω πως επιθυμούσε να υπερασπιστεί το
σύνολο του έργου ή τη μεθοδολογία του Κορδάτου. Περισσότερο σίγουρο είναι πως
ήθελε να υπερασπιστεί την ανεκτίμητη συμβολή του στην ανάδειξη αυτών των
«γιγαντιαίων θεμάτων», τη συμβολή του στη μετακίνηση των ερευνητικών αξόνων,
στη διατύπωση νέων ερωτημάτων και στην ανακάλυψη νέων πεδίων, κυρίως εκείνου
της οικονομίας, που μπορούσαν να συνεισφέρουν στην «πραγματικότερη» κατανόηση
της ιστορικής εξέλιξης και στην αποδέσμευση της ιστορίας από τη ρητορεία και
την ιδεολογία. Άλλωστε, ο ίδιος έχει εκφράσει και αλλιώς τον προβληματισμό του,
όταν, για παράδειγμα, εξέφραζε την εύγλωττη και πολύ δηλωτική απορία για τις
δυνατότητες εκείνης της εποχής: «Οπότε τι μας έμενε στους φτωχούς [: πέρα από
την ακαδημαϊκή ιστορία]; Να έρθει το εξ ουρανού φως από τον μαρξισμό. Ποιον μαρξισμό όμως;»
Επρόκειτο αναμφίβολα για ένα κείμενο «ευκαιριακό», ας πούμε,
δημοσιευμένο σε ένα μη αυστηρά επιστημονικό περιοδικό, ένα κείμενο που στόχευε
όμως στην καρδιά του ιστοριογραφικού προβληματισμού. Αλλά, δεν ήταν το μόνο. Η
συζήτηση των ίδιων κομβικών ιστοριογραφικών θεμάτων με ανάλογες αφορμές
συνεχίστηκε με πολλά ανάλογα δημοσιεύματα και στις επόμενες δεκαετίες. Ας
θυμηθούμε, εντελώς ενδεικτικά, τη συνέντευξή του στα Νέα, τον Ιούλιο του 1977, με κέντρο το ερώτημα «αν πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία», ή την πολύ σημαντική
συνέντευξη-ποταμό στην Αυγή τον
Ιούνιο του 1979, σε δύο συνέχειες, με τον πολύ ενδεικτικό τίτλο: «Η αυτόματη σχέση “βάση-εποικοδόμημα” ούτε μαρξισμός είναι
ούτε πραγματικότητα». Με όλες αυτές τις ευκαιρίες των “δορυφορικών κειμένων”
επιχειρούσε να αναδείξει όχι μόνο τον ιδεολογικό, άρα αντιεπιστημονικό, τον
δικανικό και φρονηματιστικό χαρακτήρα της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, αλλά και
να επισημάνει τις «παραπληρωματικές
λειτουργίες» που επιτελούσαν και η ακαδημαϊκή και μεγάλο μέρος της μαρξιστικής
ιστοριογραφίας, η οποία πολύ συχνά άλλο δεν ήταν παρά το αντεστραμμένο είδωλο
της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας ή ένα είδος μαρτυρολογίου, φρονηματιστικού
δηλαδή λόγου από την ανάποδη, δίχως να διστάζει να πει ότι μια τέτοια δήθεν
αριστερή ιστοριογραφία οδηγείται σε «άρση της
ίδιας της μαρξιστικής αναφοράς».
Αν αυτές και πολλές άλλες ομόλογες
παρεμβάσεις, κινούμενες επίμονα γύρω από το ζήτημα της μεθόδου, γύρω από την
ανανέωση των εργαλείων και του εννοιολογικού οπλοστασίου του ιστορικού, έθεταν
το ζήτημα της ιστορικής έρευνας και της ιστορικής παιδείας, αυτοί οι
προβληματισμοί, για να θυμηθούμε το συνεχές
πεδίο λόγου που αναφέραμε, βρήκαν τη συνολική διατύπωσή τους σε ένα μακρό
κείμενο προγραμματικού χαρακτήρα, το 1982, εκείνο που γνωρίζουμε με τον τίτλο: Ιστορική έρευνα και ιστορική παιδεία.
Πραγματικότητες και προοπτικές.
Εκείνο που αποκαλώ συνεχές πεδίο λόγου, η αδιάσπαστη δηλαδή δομή λόγου των πάσης
φύσεως κειμένων του Σπύρου Ασδραχά, η οργάνωση ενός εσωτερικού αυστηρά
επιστημονικού λόγου, είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού σε πολλές περιπτώσεις. Ένα
ακόμα, καθόλου δευτερεύον, παράδειγμα. Μία από τις βασικές ιστοριογραφικές του
θέσεις, κλειδί για την κατανόηση του προεπαναστατικού κόσμου, η θέση που βρήκε
κατόπιν τη συμπυκνωμένη εικόνα της στην «πρωτόγονη επανάσταση» του Έρικ Χομπσμπάουμ,
διατυπώθηκε σε τρία πρώιμα δημοσιεύματά του, στην Επιθεώρηση Τέχνης (1958, 1965) και στις Λευκαδίτικες Σελίδες (1966). Το κείμενο της Επιθεώρησης Τέχνης, ξαναδουλεμένο μετά τη γνωριμία του με το έργο
του Χομπσμπάουμ είδε ξανά το φως στο καθόλα επιστημονικό Études Balkaniques το 1972, ενώ στις ίδιες θέσεις επανήλθε πολλές φορές
είτε στον πυρήνα του ιστοριογραφικού του έργου είτε σε άλλα «εφημεριδογραφήματα». Σταματώ
εδώ τα παραδείγματα.
Λόγος ισότιμος και ισοβαρής, λοιπόν, λόγος
συζητητικός, βαθιά ιστοριογραφικός είναι ο λόγος των εφήμερων κειμένων του.
Λόγος συμπυκνωμένος, αφαιρετικός, επιταχυνόμενης
εννοιολογικής λειτουργίας, λόγος που προϋποθέτει την καθαυτό επιστημονική
εργασία και εκβάλλει πολλαπλά σε αυτήν. Λόγος, εντέλει, που θέλει επίμονα,
προγραμματικά, να είναι ιστοριογραφικός, είτε ως «υπομνήσεις» είτε ως «ιστορικά
απεικάσματα» είτε ως «σχόλια».
Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας των μικρών
κειμένων καθόριζε τη θερμοκρασία, τη «γραμματική» του λόγου τους, αλλά χάραζε
αναπόφευκτα και τα όρια μιας ορισμένης ανορθόγραφης
μοναξιάς μέσα στον έντυπο λόγο που τα περιέβαλε. Αυτός ο χαρακτήρας, αυτή η
«γραμματική» έκανε τα κείμενα αυτά εν πολλοίς «ασύγχρονα», για να θυμηθούμε μια ιδιότητα από άλλο πεδίο
λόγου. Δεδομένου ότι, όπως επιχειρώ να τεκμηριώσω εδώ, τα κείμενα αυτά
αποτελούν τμήμα ενός ενιαίου
ιστοριογραφικού συνεχούς, το οποίο οικοδομείται πάνω στις ίδιες εννοιολογικές
βάσεις και στις ίδιες ιστοριογραφικές απαιτήσεις, ο λόγος αυτός γίνεται
στοχαστικός, δύστροπος, λόγος που μοιάζει κάποτε εσωστρεφής. Ο ίδιος έχει
μιλήσει γι’ αυτό, για τον λόγο αυτών ακριβώς
των «εφημεριδογραφημάτων»:
«Δεν θέλω να πω πως είναι πάντα ένας εύληπτος τρόπος.
Είναι ένας τρόπος που προσπαθεί να δημιουργήσει μια συνάντηση και μια
επικοινωνία. Θα χαιρόμουνα πάρα πολύ εάν κάποιοι βρίσκουν κάτι σ’ αυτό τον
τρόπο αφαιρετικής διατύπωσης πραγμάτων και βιωμάτων που μας ενώνουν όλους. Είναι,
θα έλεγα, ένας τρόπος να εμφιλοχωρήσει το βλέμμα του ιστορικού στον άνθρωπο που
νομίζει ότι είναι δέσμιος του παρόντος στο οποίο ζει. Και μια προσπάθεια να
κατανοήσει ότι ανήκει σε μια συνέχεια, η οποία τροφοδοτείται από καινούργιες
πραγματολογικά καταστάσεις, με απόληξη την συνειδητοποίηση του μεταβαλλόμενου
συνεχούς, δηλαδή των τομών, οι οποίες όμως δεν είναι ποτέ ριζικές, καθώς η μία
τομή δεν αποκόπτει τα προηγούμενά της. Δεν
θεώρησα ποτέ ότι σ’ αυτά τα σημειώματα, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, κάνω μια
εκλαΐκευση της ιστορίας, όχι. Ήταν μια προσπάθεια, ανεξάρτητα με το αν πέτυχε ή
όχι, μετάβασης από τον αφηγηματικό λόγο σε έναν προβληματισμένο λόγο. Όχι, δεν
θέλησα να διδάξω».
Πράγματι, και αυτό το γνωρίζουν όσοι τον
συναναστράφηκαν, ο Ασδραχάς δεν θέλησε ποτέ να ανεβεί στην έδρα, να διδάξει·
αυτό, μάλλον, του έφερνε αμηχανία. Και είναι σίγουρο πως θεωρούσε αυτά τα
μικρά, τα πρόσκαιρα κείμενα, τα «εφημεριδογραφήματα», ως κατεξοχήν ευκαιρίες για να
υπονομεύσει τον εφησυχασμό του καθημερινού έντυπου λόγου και μέσω αυτού να
ερεθίσει, απροσδόκητα, τους αναγνωστικούς ορίζοντες και τις αναμονές των
δυνάμει αναγνωστών του – κατά τεκμήριο όχι ομότεχνους. Επιχειρούσε μήπως να
διαμορφώσει, να συντελέσει στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου αναγνώστη; Νομίζω πως
ναι. Αλλιώς πώς να εξηγήσουμε την επίμονα προκλητική αρθρογραφία του
–ανυποχώρητη ως προς τους κώδικες και απροσδόκητη ως προς τις θεματικές–, την
ξεροκεφαλιά των κειμένων του, την αδιαφορία του για τις συμβάσεις του
περιοδικού λόγου; Σκέφτομαι, για παράδειγμα, το ξάφνιασμα του αριστερού και
αναμφίβολα προβληματισμένου αναγνώστη της Επιθεώρησης
Τέχνης, ενός κατά βάση λογοτεχνικού-πολιτικού περιοδικού, όταν βρισκόταν
μπροστά στα σκληρά τεκμηριωτικά και αυστηρά μεθοδολογικά ιστορικά κείμενα του
Ασδραχά για τους κλεφταρματολούς ή τις πραγματικότητες του ΙΗ΄ αιώνα· σκέφτομαι
τον αναγνώστη τού αποκλειστικά λογοτεχνικού περιοδικού Κύτταρο,όταν βρισκόταν μπροστά στη μελέτη του Ασδραχά«Το Σούλι ήταν σπαχηλίκι»· σκέφτομαι τον αναγνώστη της
μεταπολιτευτικής Αυγής, όταν βρισκόταν
μπροστά στη μακρά μελέτη του (δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδη σε τρεις συνέχειες, τον
Ιανουάριο του 1980) για την οικονομική ζωή του ΙΗ΄ αιώνα ή για την οικονομία
του χωριού επί Τουρκοκρατίας· σκέφτομαι τον (οπωσδήποτε καλλιεργημένο και όχι
ανυποψίαστο) αναγνώστη του Πολίτη,
όταν βρισκόταν μπροστά στις μελέτες για τα αγροτικά εισοδήματα ή για τα
μεθοδολογικά ζητήματα της οικονομικής ζωής επί Τουρκοκρατίας κ.λπ.
Είναι πολλά τα παραδείγματα, μοιάζουν
συνειδητή επιλογή και είναι απλωμένα στη μακρά διάρκεια της ζωής του Ασδραχά,
ώστε να μη μας επιτρέπεται να πούμε ότι πρόκειται για συμπτώσεις. Αυτός ο
στοχαστής της ιστορίας ζητούσε κάθε αφορμή για να σκεφτεί ξανά και ξανά, για να
ελέγξει –επανερχόμενος, αναδιατυπώνοντας ή υπερβαίνοντας– τα ερμηνευτικά
σχήματα και τους εννοιολογικούς κώδικες που του είχε υπαγορέψει η δοκιμασία των
πηγών και το ταξίδι της θεωρίας· ζητούσε κάθε ευκαιρία για να συνομιλήσει –κι
ας ήταν αυτό απαιτητικό– με όσους ήθελαν να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαρκή
αναζήτηση· ζητούσε κάθε ευκαιρία για να επισημάνει την ανάγκη να
συνειδητοποιήσουμε ότι «ο άνθρωπος ιστορικοκρατείται».
Δηλώνουν κάτι, λοιπόν, τα παραπάνω; Κατέβηκε ο Σπύρος Ασδραχάς στον δρόμο;
Κι αν ναι, σε ποιον δρόμο και γιατί; Το είπαμε και πριν: αν ο άνθρωπός μας
υπήρξε διανοούμενος, υπήρξε ένας ιδιόμορφος διανοούμενος, ο οποίος είχε απόλυτη
συνείδηση, ακόμα κι όταν το περιβάλλον (κοινωνικό-πολιτικό ή
επιστημονικό-ακαδημαϊκό) ήταν ακόμα εχθρικό ή ανώριμο, ότι «το αιτούμενο της ιστορίας δεν
είναι να μάθουμε ιστορικές πληροφορίες, το αιτούμενο είναι να χρησιμοποιηθεί η
ιστορική αίσθηση για να αλλάξουμε νοοτροπίες»·
ότι ιστορία δεν σημαίνει να κάνουμε φρονηματιστική, ηθικοπολιτική ή εθνική διαπαιδαγώγηση,
μεταμφιέζοντας την ιστορία σε μια παρωχημένη ηθική φιλοσοφία· ότι ιστορία δεν
σημαίνει ούτε καν να συγκροτούμε μαρτυρολόγια μιας δικαιολογητικής ιστορίας
πολιτικής χρήσεως. Μάλλον, ιστορία σημαίνει τη συνειδητοποίηση της
ιστορικότητας και της ποιοτικής διαφοροποίησης της εμπειρίας του χρόνου, ιστορία σημαίνειπολιτισμική παρέμβαση.
Αυτό ακριβώς σημαίνει η θέση του ότι η ιστορία είναι πολιτική πράξη, μια πράξη που γίνεται δυνατή μόνο περνώντας κάτω από τις στιβάδες του πολιτικού λόγου,
κάτω από την επίφαση της γνώσης, για να φτάσουμε εκεί που συγκροτούνται ή
ανατρέπονται οι νοοτροπίες: έτσι, όπως επέμεινε πολλές φορές, «η ιστορία γίνεται ανατρεπτική».
Αυτή ήταν, νομίζω, η μόνη έννοια, το μόνο περιθώριο
πολιτικής παρέμβασης, που υπηρέτησε με όλα τα είδη του λόγου του,
πηγαινοερχόμενος από τη σιωπή του εργαστηρίου στην τύρβη του δημόσιου λόγου, αλλά φορώντας το ίδιο αλφαβητάριο. Το
είπε εκείνος για τον Νίκο Σβορώνο, μπορούμε να το επαναλάβουμε και εμείς γι’
αυτόν, γιατί είμαι απολύτως σίγουρος πως μιλούσε και για τον εαυτό του: «ήταν
[ο Σβορώνος] κυρίως ένα άτομο που βίωνε την ιστορία, δηλαδή άτομο πολιτικό˙ και
επειδή ακριβώς ήταν βαθύτατα άτομο πολιτικό, γι’ αυτό ήξερε ότι η πολιτική
περνά μέσα από εκείνο για το οποίο είχε αρμοδιότητα, δηλαδή μέσα από την
ιστορία». Ή αλλιώς, όταν όριζε ποια ήταν η «μεγάλη προϋπόθεση του ιστορικού», μιλώντας κατ’ αντιδιαστολή για τον αγαπημένο του Άγγελο Ελεφάντη: «να
ασχολείται [ο ιστορικός] με την επιστήμη του και διά της επιστήμης του να κάνει
πολιτική».
Ας ακούσουμε, εν κατακλείδι, τα δικά του
λόγια, από το μακρινό 1983, και ας αναρωτηθούμε τώρα άλλη μια φορά αν βγήκε
στον δρόμο ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς και για ποιο σκοπό:
«Παρεμβαίνει ο ιστορικός στο
κοινωνικό γεγονός, στο βαθμό όπου το γεγονός αυτό είναι και πολιτισμικό· στο
βαθμό όπου το γεγονός αυτό εννοιολογείται. Παρεμβαίνει είτε τροφοδοτώντας την
ιδεολογία είτε συμπεριφερόμενος ως
ιστορικός, έχοντας δηλαδή συνείδηση του φαινομένου και της λειτουργίας της
ιδεολογίας και έχοντας συνείδηση ότι και ο ίδιος είναι φορτισμένος από
αυτή: προσπαθεί δηλαδή να λειτουργήσει απο-ιδεολογητικά – ας μου επιτραπεί η
λέξη. Μέσα στα όρια της απήχησής του, εισάγει ερμηνευτικές προτάσεις που
μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατανόηση του “κοινωνικού γεγονότος”, συνεπώς
και στη στάση που παίρνουμε απέναντί του· κυρίως, εισάγοντας τις προτάσεις
αυτές διαφοροποιεί τους νοητικούς μηχανισμούς των οποίων είμαστε φορείς […]·
εισάγοντας αυτές τις προτάσεις μπορεί να συμβάλει στη διεύρυνση των συνειδότων μας. […] Απομένει στους ιστορικούς, σε
όλους τους κοινωνικούς επιστήμονες, να καταστήσουν συνείδηση την ανάγκη αυτή [:
της κοινωνίας για ιστορία], να μεταγράψουν σε τελευταία ανάλυση, σε πολιτικό
στοχασμό, άρα σε δράση, όχι απλώς όποιες “βεβαιότητες” αναδύονται από την
έρευνά τους, όσο τη λογική που ορίζει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν το
αντικείμενό τους: τίθεται δηλαδή το αίτημα της διαφοροποίησης των νοοτροπιών».
No comments:
Post a Comment