Ρωτώντας τα κλέφτικα για την ιστορία



Η «Στάση στο Καλαμάκι» και η δημοτικη Κίνηση «ΑΝΩ-ΚΑΤΩ στο Καλαμάκι» συνδιοργάνωσαν στις 18/5/2021 διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Το κλέφτικο τραγούδι και η Επανάσταση του 1821». Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο Νίκος Θεοτοκάς, ιστορικός, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο Παντελής Μπουκάλας, ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τη συζήτηση συντόνισε ο Νίκος Ξυδάκης, δημοσιογράφος, πρώην βουλευτής και υπουργός Πολιτισμού, διευθυντής σήμερα του Ρ/Σ «105,5 Στο Κόκκινο». Η εκδήλωση ήταν αφιερωμένη στον Σπύρο Ασδραχά. Η εφημεριδα «η Εποχή» στο φύλλο της 8-9 Ιανουαρίου 2022 έκανε αφιέρωμα σε αυτήν την εκδήλωσή μας και δημοσίευσε τα κείμενα των ομιλιών των «δύο διανοούμενων των γνώσεων και της επιμονής» όπως μας τους παρουσιάζει. Την ευχαριστούμε πολύ και τα αναδημοσιεύουμε για όσες και όσους ενδιαφέρονται. Στο τέλος του κειμένου μπορείτε να βρείτε όλους τους σχετικούς συνδέσμους.

______________________________________________


Ρωτώντας τα κλέφτικα για την ιστορία, του Παντελή Μπουκάλα


Η ιστορία του κλέφτικου συνδέεται οπωσδήποτε με το ακριτικό τραγούδι, κρατάει από εκεί. Για το ακριτικό οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε είναι από τον επίσκοπο Καισαρείας Αρέθα, μαθητή του Πατριάρχη Φωτίου. Είχε την εξαιρετική ιδέα, στις αρχές του 10ου αιώνα, να δώσει εντολή να τα καταγράψουν, χρηματοδοτώντας μάλιστα το εγχείρημα από την τσέπη του.


Ο Αρέθας, λοιπόν, αναφέρεται στους Παφλαγόνες αγύρτες που παίζοντας ένα όργανο γυρνάνε από χωρίου εις χωρίον, στα ταπεινά μέρη κάθε πόλης, και παίζουν τραγούδια, πάντα έναντι οβολού. Δεν θέλανε δηλαδή να ζητιανεύουν, θέλανε να δίνουν το τραγούδι τους και έναντι του τραγουδιού τους να έχουν ένα κομμάτι ψωμί. Αν τους έδιναν και κάποιο κέρμα, ακόμα καλύτερα. Συμβαίνει αυτό ανέκαθεν με την ποίηση, και σε επίπεδο κορυφαίων ποιητών. Ας θυμηθούμε τον Σιμωνίδη τον Κείο και τον Πίνδαρο, που έγραφαν επί πληρωμή, επί παραγγελία. Μολαταύτα ο Πίνδαρος επιτίθεται στον Σιμωνίδη και τον καυτηριάζει επειδή πληρώνεται για να γράφει. Ωραίοι αυτοί οι καβγάδες. Μακάρι να είχαμε καβγά και για τα 200 χρόνια, δηλαδή τι στην πραγματικότητα εορτάζουμε, τι θα θέλαμε να γιορτάσουμε καλύτερα, τι δεν θα θέλαμε να γιορτάσουμε έτσι όπως ήδη γιορτάζεται. Το «Ας κρατήσουν οι χοροί» δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να γιορτάσουμε. Και πρώτα-πρώτα, θα ’πρεπε να θυμόμαστε ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η επίσημη Εκκλησία δεν επέτρεπε τα τραγούδια των Ελλήνων, δηλαδή τα δημοτικά τραγούδια, της αγάπης κυρίως. Ούτε τα λαϊκά μουσικά όργανα τα εκτιμούσε, τα αναθεμάτιζε σαν όργανα του Σατανά. Τα τραγούδια τα απαγόρευε και τα καταριόταν σαν πορνικά. Αυτό, πάντως, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο να μηδενίσουμε εντελώς τον ρόλο των κληρικών στην Επανάσταση, και ιδίως του κατώτερου κλήρου.


Εθνοποιητική «εκκαθάριση»


Το κλέφτικο δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε σαν αποκλειστική πηγή για να αντλήσουμε στοιχεία ιστορίας. Δεν μας περιγράφει παρά περιστατικά ακρότατου ηρωισμού, συχνά θανάσιμου, όταν πεθαίνει ο ήρωας και δίνει τη στερνή παραγγελιά του, να μην αφήσουν οι σύντροφοί του να πάρουν το κεφάλι του οι Τούρκοι και το πομπέψουν. Η πρώτη καταγραφή κλέφτικου έγινε το 1694, μια πολύ βιαστική καταγραφή από έναν Κερκυραίο νοτάριο ενός τραγουδιού για κάποιον αρχικλέφτη-αρχικαπετάνιο ονόματι Νάννο, που βγήκε στα βουνά «και παλικάρια μάζωνε Βουργάρους κι Αρβανίτες». Αυτό το τραγούδι είχε και μιαν ολόκληρη εκδοτική περιπέτεια, αφού οι περισσότεροι εκδότες αντί της παραλλαγής με τους Βούλγαρους και τους Αρβανίτες, προτιμούν την εκδοχή που ο Νάννος μαζεύει «κλέφτες και παλικάρια», ουδέτερα, ή «Μοραϊτόπουλα». Πάντα όταν μιλάμε για το δημοτικό τραγούδι, και κατεξοχήν για το κλέφτικο, πρέπει να έχουμε υπόψη μας και τη νόθευσή του, η οποία δεν είναι τυχαία, δεν είναι ασήμαντη. Είναι καθαρά ιδεολογική και εθνοποιητική. Τα τραγούδια υποχρεώθηκαν να ανταποκρίνονται στην «κανονική» εθνική αφήγηση, την επίσημη, να συμφωνούν απολύτως μαζί της. Έτσι, τα κλέφτικα με αναφορές σε εθνικά ή θρησκευτικά μεικτές κλέφτικες ομάδες παραμερίστηκαν, αποσιωπήθηκαν ή καθαρίστηκαν.


Ο ήρωας του κλέφτικου τραγουδιού δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο ήρωας του ακριτικού, γιατί δεν έχει υπερφυσικές δυνατότητες. Κάνα δυο τραγούδια ξεφεύγουν. Όποιος περιμένει να βρει στα κλέφτικα τραγούδια διακηρύξεις απελευθέρωσης του έθνους, του γένους, του λαού, της φυλής, δεν θα βρει. Αν είναι προετοιμασμένος από το σχολείο, από την εκκλησία, από τον στρατό, από τις εφημερίδες και τα λοιπά ΜΜΕ ότι εκεί θα βρει την καρδιά της Ρωμιοσύνης, θα την βρει, αλλά θα βρει την ατομική καρδιά, την ατομική ψυχή του γενναίου, του λεβέντη, ο οποίος βρίσκεται πάντα σε πολύ δυσχερή θέση σε σχέση με τον αντίμαχο, που δεν είναι αποκλειστικά ο Τούρκος δυνάστης, μπορεί να είναι και ο Έλληνας πρόκριτος. Το κλέφτικο τραγούδι μπορεί να ιστορεί απλώς μια επιχείρηση να πάνε να κλέψουνε της Νικολούς τα σπίτια. Η Νικολού είναι Ελληνίδα βέβαια. Ο αντίμαχος, λοιπόν, του κλέφτη δεν είναι πάντα ο Τούρκος. Μπορεί να είναι και ο αρματολός που σε καταδιώκει όταν είσαι κλέφτης, και που αργότερα ενδέχεται να τον καταδιώξεις εσύ, αν αλλάξουν οι ρόλοι σας, όπως συνέβαινε συχνά.


Η συνολική ελευθερία και η πατρίδα


Μην περιμένουμε να βρούμε κήρυγμα εθνικής ελευθερίας στα κλέφτικα. Ο σκοπός είναι η ατομική ελευθερία από τον ζυγό και η ελευθερία της κλέφτικης ομάδας, η οποία δεν είναι πάντα αμιγώς ελληνική, ας το ξαναπούμε. Στα κλέφτικα μπουλούκια υπάρχουν και Αρβανίτες, έχουμε αρκετές μαρτυρίες περιηγητών. Υπάρχουν και Τούρκοι, οι οποίοι διώχθηκαν από τη δική τους εξουσία για τον έναν ή τον άλλο λόγο και χρειάστηκε να βγούνε στα βουνά. Στις κλέφτικες ομάδες μετέχουν κυρίως αγροτοποιμένες, που ανεβαίνουν στα βουνά, διότι δεν αντέχουν άλλο. Δεν αντέχουν άλλο τη φτώχεια, την ανελευθερία, τη σκλαβιά, τα χαράτσια.


Αφού, λοιπόν, στα τραγούδια δεν υπάρχει αίτημα ομαδικής, συνολικής ελευθερίας, δεν υπάρχει και κατονομασία της πατρίδας. Τη λέξη πατρίδα δεν την βρίσκουμε καμία φορά σε κλέφτικο τραγούδι. Αρχίζουμε να την συναντάμε στα τραγούδια που δημιουργούνται μέσα στην Επανάσταση, για να περιγράψουν επεισόδια του Αγώνα, πολιορκίες πόλεων, ηρωικές στιγμές και θανάτους. Αλλά το κύριο θέμα παραμένει ο θάνατος, του Καραϊσκάκη, του Μπότσαρη, του Διάκου, του Ανδρούτσου. Και δεν την συναντάμε μόνο σε τραγούδια που φτιάχνει ο Μακρυγιάννης τη λέξη πατρίδα, αλλά και σε τραγούδια άγνωστων, ανώνυμων λαϊκών ποιητών. Γιατί έχει αρχίσει να γίνεται η συζήτηση μέσα στην Επανάσταση τι είναι αυτό ακριβώς που θέλουμε. Δεν θέλουμε πια το τσιφλίκι του ο καθένας, το αρματολίκι του ο καθένας. Θέλουμε να φτιάξουμε πατρίδα. Θέλουμε έναν τόπο που να τον πούμε πατρίδα.


Οι παραλλαγές, διασφάλιση της αυθεντικότητας


Να πω εδώ λίγα λόγια για τη νοθεία του κλέφτικου τραγουδιού, που επιχειρήθηκε από αρκετά νωρίς. Λέμε ότι τα δημοτικά τραγούδια είναι το γνησιότερο κάτοπτρο της ελληνικής φυλής. Είναι ένας ορισμός του Νικόλαου Πολίτη, στον οποίο με το πέρασμα των δεκαετιών έχουμε υποκλιθεί όλοι. Όμως, για να είναι γνήσιος αυτός ο καθρέφτης, για να είναι αυθεντικό το απείκασμα πάνω στον καθρέφτη, πρέπει να δούμε ότι ο καθρέφτης έχει τις ραγισματιές του σχεδόν από την αρχή. Δεν μας έχουν παραδοθεί στην αυθεντική, γνήσια μορφή τους όλα τα κείμενα από αυτούς που τα κατέγραψαν. Επιχειρήθηκε ο ευπρεπισμός τους, όχι μόνο γλωσσικός.


Τα περισσότερα τραγούδια τα διαθέτουμε σε παραλλαγές. Όσο περισσότερες είναι οι παραλλαγές ενός τραγουδιού, τόσο μεγαλύτερη είναι η βεβαιότητά μας ότι είναι αυθεντικό. Αν είναι σε μία και μόνη, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι ίσως το χέρι κάποιου λογίου έφτιαξε κατιτίς λαϊκότροπο. Αν είναι δύο οι παραλλαγές από δύο διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, τότε ναι, αρχίζουμε και λέμε ότι είναι αυθεντικό το τραγούδι, μεταδόθηκε από τόπο σε τόπο και πιθανόν αναπλάστηκε. Πώς μεταδίδονταν τα κλέφτικα τραγούδια, πώς κυκλοφορούσαν; Ξέρουμε από τους περιηγητές ότι τα τραγουδάγανε και οι κλέφτες πάνω στο βουνό πριν από τη μάχη ή μετά, πίνοντας ρούμι, ρακί και κρασί. Αρκετοί καπεταναίοι είχαν την προσωπική τους κομπανία. Εκτός από τον προσωπικό τους γραμματέα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν και τον προσωπικό τους στιχοδημιουργό ή τραγουδιστή.


Έφτιαχνε άραγε ο ίδιος ο καπετάνιος τραγούδια; Υπάρχουν τρεις-τέσσερις που ξέρουμε ότι φτιάξανε. Ένα όλο κι όλο έχει φτιάξει ο Κολοκοτρώνης, γιατί το χρειάστηκε για να εγκαρδιώσει τα παλικάρια του σε προεπαναστατική περίοδο, για να επιτεθούν σε ένα πολύ μεγάλο τούρκικο στράτευμα που έσερνε Έλληνες αιχμαλώτους.


Τραγούδια έφτιαχνε και ο Μακρυγιάννης. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό που έφτιαξε για τον θάνατο του Καραϊσκάκη, είναι σαν να περνάει σε στίχους όσα έχει γράψει στα Απομνημονεύματά του. Γι’ αυτό μπορούμε εν μέρει να χρησιμοποιήσουμε τα δημοτικά τραγούδια και σαν ιστορική πηγή, αλλά μόνο επικουρικά και πάντα σε συσχετισμό με μιαν άλλη γραπτή πηγή. Ο Μακρυγιάννης είχε το ταλέντο, ακριβώς ό,τι έγραψε στα Απομνημονεύματα τα στιχούργησε σε ένα αρκετά εκτενές μοιρολόι, ηρωικό μοιρολόι να το πω, για τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Ένας άλλος που έφτιαχνε τραγούδια ήταν ο Θοδωράκης Γρίβας. Και γελάμε πάντα όταν οι ακροδεξιοί και οι βασιλόφρονες εν Ελλάδι τραγουδάνε το «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς», νομίζοντας ότι εννοείται ο Διγενής Γρίβας. Αλλά το τραγούδι μιλάει για τον Θεόδωρο Γρίβα. Και η απάντηση για τον βασιλιά είναι η μόνη που θα μπορούσε να δώσει ο Γρίβας: «Τι να με θέλει ο κερατάς». Να πω παρεμπιπτόντως ότι η γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, και κατεξοχήν των κλέφτικων, είναι απολύτως απελευθερωμένη, δεν ντρέπεται, δεν ορρωδεί προ ουδενός.


Οι καπεταναίοι, οι «γνωστοί ποιητές δημοτικών ασμάτων», όπως τους λέει ο Νικόλαος Πολίτης, έφτιαχναν τραγούδια ανασχηματίζοντας το δεδομένο υλικό, διότι δεν υπήρχε ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος που έφτιαχνε το τραγούδι σε κάποιο χωριό ή πάνω στο βουνό μπορεί να ήταν λίγο πιο γραμματιζούμενος από τους άλλους. Έθετε τους στίχους του στη δοκιμασία της παρέας, που μπορεί να ’τανε το επόμενο πανηγύρι ή λίγο πριν από τη μάχη, και το τραγουδούσαν ξανά και ξανά, δουλεύοντάς το συνεχώς. Τα κλέφτικα τα φτιάχνανε άντρες. Τα υπόλοιπα τραγούδια σε πολύ μεγάλο ποσοστό τα συνέθεταν οι γυναίκες. Αλλωστε, κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη, το δημοτικό τραγούδι είναι το βασίλειο των γυναικών. Ούτε μοιρολόγια φτιάχνανε οι άντρες, ούτε της ξενιτιάς, ούτε νανουρίσματα, ούτε πολλά ερωτικά. Οι γυναίκες τα φτιάχνανε και τα ερωτικά και τα υιοθετούσαν οι άντρες. Άλλαζαν απλώς το γένος.


Ποιοι ζουν στον κόσμο των κλέφτικων


Αν θυμηθούμε τι γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Κατσαντώνη, δηλαδή ότι πολλοί Έλληνες τον φοβόντουσαν περισσότερο και από τους Τούρκους, θα καταλάβουμε ότι οι κλέφτικες ομάδες δεν ήταν πάντα αγαπητές στον ελληνικό πληθυσμό. Ο Κολοκοτρώνης στη Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής, περιγράφει εξαιρετικά το κυνήγι που υπέστησαν οι κλέφτες, στα προεπαναστατικά χρόνια, το 1805, μετά τον αφορισμό τους από τον Πατριάρχη, όταν πήγαιναν στα χωριά να ζητήσουν τρόφιμα ή να μπαρούτι. Τους έπαιρναν στο κυνήγι ή προλάβαιναν να ειδοποιήσουν τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό, λοιπόν, είναι ένα τραγούδι για το κυνήγι των Κολοκοτρωναίων, που δεν θα το ακούσουμε να τραγουδιέται ποτέ ολόκληρο, γιατί είναι τραγούδι προδοσίας. Το 1806 ένα κομμάτι της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, ο Γιαννάκης, ο αδελφός του Θοδωράκη, που είχε και το παρατσούκλι Ζορμπάς, μαζί και ένας ξάδερφός του, ο Γιώργος, και άλλοι συγγενείς τους καταφεύγουν στο μοναστήρι της Αιμυαλούς, που υπάρχει ακόμη. Ο καλόγερος στον οποίο καταφεύγουν οι κλέφτες, τους δίνει να φάνε, τους δίνει να πιουν, αλλά τρομαγμένος έσπευσε στην Τουρκιά και τους κατέδωσε. Ήρθαν οι Τούρκοι και τους πολιόρκησαν, είχαμε σκοτωμό των Κολοκοτρωναίων, αλλά σκοτωμό και του καλόγερου.


Στα καθαυτό δημοτικά τραγούδια, αναφορά σε μυθολογικά πρόσωπα ή σε ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας, βρίσκει κανείς μόνο σε ένα τραγούδι που φτιάχτηκε το 1826 κατά την πολιορκία στο μοναστήρι του Διρού στην Πελοπόννησο. Εκεί γίνεται έκκληση στα Σπαρτιατόγονα, έτσι αποκαλούνται οι νέοι κάτοικοι της περιοχής, οι Έλληνες της περιοχής, απόγονοι των Σπαρτιατών δηλαδή, να πολεμήσουν γενναία σαν τις Αμαζόνες, γιατί μετέχουν και γυναίκες στη μάχη. Σε άλλο δημοτικό δεν συναντάμε τέτοιες αναφορές. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρχουν; Αυτοί που φτιάχνουν τα τραγούδια είναι απλοί άνθρωποι. Μπορεί να είναι τσοπάνηδες ή στοιχειωδώς γραμματιζούμενοι, που έχουν μια τεράστια παρακαταθήκη ήχων και στίχων στην κεφαλή τους και αναπλάθουν διαρκώς τα τραγούδια.


Έχουμε εδώ τη βοήθεια του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, που μας λέει ότι τα τραγούδια «τα έφτιαχναν οι στραβοί με τες λύρες», και αυτό μας πάει πάρα πολύ μακριά, στους τυφλούς αοιδούς. Ξέρουμε ότι ο Όμηρος ήταν ή λέμε ότι ήταν τυφλός αοιδός, αλλά τυφλούς αοιδούς συναντάμε στη φιλολογία ή την παραφιλολογία και άλλων λαών, και γειτονικών μας, όπως οι Σέρβοι, αλλά και μακρινών.


Το άλλο που είπε ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης είναι ότι τα τραγούδια, και προφανώς αναφέρεται στα κλέφτικα, είναι «στρατιωτικές φημερίδες». Με δυο λέξεις όλες κι όλες, είναι σαν να πιάνει το μεδούλι τού τι είναι τα δημοτικά τραγούδια. Στρατιωτικές εφημερίδες, επειδή ιστορούν μάχες, ένδοξες μάχες, ένδοξους θανάτους. Και τις ιστορούν με τον λιτότερο τρόπο, σαν ρεπορτάζ εφημερίδων. Δεν ενδίδουν πάρα πολύ σπάνια στον λυρισμό, είναι μια εικόνα όλη κι όλη το καθένα.


Τα πολλαπλά μηνύματα των κλέφτικων


Γιατί, λοιπόν, τρελάθηκε με τα δημοτικά τραγούδια ο Σολωμός, και ειδικά με τα κλέφτικα, και έλεγε στους μαθητές του, στους γνωρίμους, του να σπεύσουν στον λαό και να συγκεντρώσουν τα δημοτικά τραγούδια, γιατί θα αρχίσουν να χάνονται; Διότι είχε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνει ότι και η Ελλάδα θα μπει σταδιακά σε έναν γραπτό πολιτισμό. Οι ποιμένες θα πάψουν να είναι τόσο πολύ ποιμένες, θα αρχίσουνε να κατηφορίζουν από τα βουνά. Ελπίζανε όλοι ότι θα φτιάξουμε κράτος, που σημαίνει ότι θα φτιάξουμε σχολεία, θα διδάξουμε γραφή και ανάγνωση, τα τραγούδια θα αποτυπωθούν πια σε κάποιες σελίδες και οι παλιές γενιές που τα τραγουδούσαν θα χάνονταν σιγά σιγά ή θα ξεχνούν. Το κακό με τα δημοτικά μας τραγούδα είναι ότι δεν ξέρουμε πώς τραγουδιόντουσαν τα περισσότερα, διότι δεν καταγραφόταν η μουσική.


Η εικόνα που έχουμε, ότι στις Εκλογές ο Νικόλαος Πολίτης παραδίδει το αυθεντικό κείμενο, είναι λαθεμένη, κι αυτό έχει επισημανθεί πολύ πολύ νωρίς. Αυτή τη νοθεία, λοιπόν, του δημοτικού τραγουδιού, που την βλέπουμε κυρίως εστιασμένη στο κλέφτικο, την βλέπουμε να είναι καταρχάς στο επίπεδο της γλώσσας, κάποιος ευπρεπισμός που γίνεται ουδέτερος και ανούσιος. Επικίνδυνος είναι όταν αρχίζει να εντάσσει τραγούδια λογίων στο σώμα των γνήσιων δημοτικών. Αυτό έγινε για παράδειγμα με το πασίγνωστο τραγούδι που γενιές γενιών Ελληνόπουλα το διδαχτήκαμε: «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω». Είναι ένα ωραίο ποίημα, αλλά είναι δημιούργημα ενός λογίου. Το έφτιαξε ο Παύλος Λάμπρος, πατέρας του Σπυρίδωνος Λάμπρου, πρωθυπουργού της Ελλάδας κάποια στιγμή. Ο Παύλος ήταν λόγιος και έφτιαξε το τραγούδι αυτό έχοντας κάποια άλλα δημοτικά στη μνήμη του. Ο Νικόλαος Πολίτης στις Εκλογές εξηγεί γιατί δεν θα μπορούσε να είναι δημοτικό αυτό το τραγούδι, διότι ο απλός λαός δεν ξέρει το ρήμα δουλεύω με την έννοια τού «είμαι υπόδουλος». Το ξέρει μόνο με την έννοια «εργάζομαι».


Ένα άλλο πείραγμα, μου φαίνεται πιο βαρύ, έγινε σ΄ ένα πολύ όμορφο τραγούδι που επίσης το διδασκόμαστε, με την παραγγελιά της μάνας: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης». Ίσως σε αυτό το τραγούδι βασιζότανε ο Λάμπρος για να φτιάξει το δικό του. Ο Βασίλης όμως δεν θέλει να κάτσει φρόνιμα να γίνει νοικοκύρης. Γιατί δεν θέλει να γίνει «σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων», έτσι είναι η πρώτη καταγραφή του τραγουδιού.


Ο Ζαμπέλιος, λοιπόν, το 1852 δημοσιεύει το τραγούδι και το «δεν θέλω να γίνω σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων» δεν το αφήνει έτσι, άθικτο, γιατί είναι ενοχλητικό για τον κοινό μύθο. Διαγράφει λοιπόν τους «γερόντους», τους κοτζαμπάσηδες, και στη θέση τους βάζει «τα σκυλιά», τους Τούρκους και πάλι. Αυτό μπορεί να ευνόησε την εθνική μας μυθολογία, δεν βοήθησε καθόλου όμως την εθνική μας αυτογνωσία.


Μπορούμε να μάθουμε πάρα πολλά από τα δημοτικά τραγούδια, αλλά ανάλογα με τα ερωτήματα που θα τους θέσουμε. Σ’ αυτά θα μας απαντήσουν με τον τρόπο τους, με την απλότητά τους, με τη σεμνότητά τους, με τις μετρημένες λέξεις τους, χωρίς φανφάρα. Δεν υπάρχει φανφάρα στο δημοτικό. Ο ήρωας είναι έτοιμος να χάσει τη ζωή του ένδοξα. Και όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο ’21 τόσο πιο έτοιμος εμφανίζεται να την χάσει, διότι εννοεί τη ζωή του μόνο ελεύθερη. Αν δεν είναι ακέραιη, δηλαδή ελεύθερη, την θεωρεί ισότιμη του θανάτου. Αυτό είναι το μήνυμα τελικά των κλέφτικων τραγουδιών. Η ζωή μου είναι ακέραιη όταν είναι ελεύθερη, αλλιώς είναι ανάξια λόγου, δεν την ζω ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου ούτε οι φίλοι μου. Οπότε φτιάξτε μου ένα κιβούρι, ανοίξτε μου και ένα παράθυρο να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.


___________________________________________


Η αρχική εικόνα είναι ο πίνακας του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Τα ελευθέρια», 1933


Πηγή: https://www.epohi.gr/article/41354/rotontas-ta-kleftika-gia-thn-istoria


Πηγή: https://www.epohi.gr/article/41353/pos-h-via-metraei-th-gh-h-pos-diamorfothhke-to-syllogiko-ypokeimeno-ths-epanastashs

Πώς η «βία μετράει τη γη» ή πώς διαμορφώθηκε το συλλογικό υποκείμενο της Επανάστασης



Η  «Στάση στο Καλαμάκι»  και η δημοτική  Κίνηση, το «ΑΝΩ-ΚΑΤΩ στο Καλαμάκι» συνδιοργάνωσαν στις 18/5/2021 διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Το κλέφτικο τραγούδι και η Επανάσταση του 1821». Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο Νίκος Θεοτοκάς, ιστορικός, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο Παντελής Μπουκάλας, ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τη συζήτηση συντόνισε ο Νίκος Ξυδάκης, δημοσιογράφος, πρώην βουλευτής και υπουργός Πολιτισμού, διευθυντής σήμερα του Ρ/Σ «105,5 Στο Κόκκινο». Η εκδήλωση ήταν αφιερωμένη στον Σπύρο Ασδραχά. Η εφημεριδα «η Εποχή» στο φύλλο της 8-9 Ιανουαρίου 2022 έκανε αφιέρωμα σε αυτήν την εκδήλωσή μας και δημοσίευσε τα κείμενα των ομιλιών των «δύο διανοούμενων των γνώσεων και της επιμονής» όπως μας τους παρουσιάζει. Την ευχαριστούμε πολύ και τα αναδημοσιεύουμε για όσες και όσους ενδιαφέρονται. Στο τέλος του κειμένου μπορείτε να βρείτε όλους τους σχετικούς συνδέσμους.

_______________________________________

Πώς η «βία μετράει τη γη» ή πώς διαμορφώθηκε το συλλογικό υποκείμενο της Επανάστασης, του Νίκου Θεοτοκά

Έχουμε μάθει κάτι λίγο για την ελληνική Επανάσταση από το σχολειό, τις δημόσιες αφηγήσεις ή το σινεμά, με αποτέλεσμα, εν τέλει, όταν μιλάμε για το ελληνικό Εικοσιένα, εκείνο που υπαγορεύει το πώς και το γιατί έγιναν τα πράγματα να μην είναι η γνώση αλλά οι ιδεολογίες. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και μόλις πριν από πολύ λίγα, μια δεκαετία, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι το ελληνικό παράδειγμα εντάσσεται στη μεγάλη οικουμενική δύναμη των ανατροπών που σφράγισαν τη νεοτερικότητα σε όλον τον κόσμο. Και πως, επιτέλους, είναι ανάγκη να το δούμε ως γεγονός που, στη ρίζα του και στην καρδιά του, είναι αναπόσπαστο από τις μεγάλες ανατροπές που συμβαίνουν εκείνο τον καιρό, ρηγματώνοντας καθοριστικά ή γυρίζοντας ανάποδα τα παλιά βασίλεια, τις αυτοκρατορίες, τους κόσμους των αποικιών. Από την Ιβηρική χερσόνησο ως την κεντρική Ευρώπη και ως τη Βαλκανική, ή από τις εστίες των παλιών αυτοκρατοριών ως τις αποικίες τους, οι καινούργιες ιδέες ο διαφωτισμός και η γαλλική και η αμερικανική επανάσταση και τα φιλελεύθερα προτάγματα κινητοποιούν κοινωνικές διεργασίες που οι συνέπειες τους θα ανατρέψουν καθοριστικά, μερικές φορές και οριστικά την παραδοσιακή πολιτική και κοινωνική τάξη. Είναι η εποχή των επαναστάσεων, των μεγάλων ανατροπών, είναι η εποχή της έγερσης των εθνικισμών. Σήμερα πια αυτή η ιδέα της ευρωπαϊκής και διεθνούς διάστασης της ελληνικής επανάστασης μοιάζει να είναι κοινός τόπος. Θέλει, ωστόσο, πολύ κουβέντα αυτό το «κοινός τόπος» και θέλουν πολύ κουβέντα ο τρόπος με τον οποίον μελετάμε και τα τεκμήρια που προσκομίζουμε για τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις μεγάλες κινήσεις που σφράγισαν τη εποχή εκείνη.

Από την άλλη, καθώς ταμπουρωνόμαστε πίσω από αυτό το διεθνές ρεύμα των ανατροπών, ξεχνάμε ότι οι επαναστάσεις, οι οποίες πέρα από τις συγκυρίες μέσα από τις οποίες ξεσπούν, τις τοπικές περιφερειακές, τις διεθνείς, τα δίκτυα μέσω των οποίων διαχέονται και μεταμορφώνονται στον χώρο και στον χρόνο οι ιδέες, δεν γίνονται χωρίς πραγματικούς ανθρώπους. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, επαναστάσεις χωρίς τα πρόσωπα και τα ανθρώπινα σύνολα που εμπλέκονται σε αυτές, χωρίς εκείνους τους πολλούς που τις οργάνωσαν και εκείνους τους πολύ περισσότερους που μπλέχτηκαν, συνειδητά ή αθέλητα, στις δίνες τους και κατέληξαν να γκρεμίσουν και να μετατοπίσουν τις δικές τους ζωές, τις προσδοκίες, τους κόσμους αλλά και τις ιδέες τους.

Συζητώντας για το ελληνικό Εικοσιένα χρειάζεται να έχουμε στο μυαλό μας ότι η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα σύστημα βασισμένο στη διαφορά των θρησκειών και στη βία και, ταυτόχρονα, ένα σύστημα με τεράστιες δυνατότητες ενσωμάτωσης. Χρειάζεται να βλέπουμε αυτήν την αχανή αυτοκρατορία και τις κτήσεις της στις μορφές που έχει ήδη αρχίσει να παίρνει από τα τέλη του 18ου αιώνα και του αρχόμενου 19ου. Να καταλάβουμε δηλαδή τις καθοριστικές αλλαγές που παράγουν, μεταξύ άλλων, ο εκχρηματισμός της φοροδοτικής υποχρέωσης των ραγιάδων, οι καταχρεώσεις των κοινοτήτων, χριστιανικών αλλά και μουσουλμανικών. Δεν είναι η ώρα, όμως, γι’ αυτές τις κουβέντες. Ο λόγος σήμερα είναι για τους κλέφτες. Και, μιας και μιλάμε σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στον Σπύρο Ασδραχά, καλό θα ήταν να ξανασκεφτούμε αυτούς τους ανθρώπους που θα αναλάβουν τον πόλεμο στην επανάσταση με λίγο διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι μας τους έχει παρουσιάσει και κληροδοτήσει η εθνική μας ιστοριογραφία. Ας διαβάσω εδώ δυο λόγια από ένα κείμενο του Σπύρου Ασδραχά:

Η πανηγυρική ιστοριογραφία, που ταυτίζει τους κλεφτές με τους αρματολούς και τους επενδύει σε μια ιστορικά ύστερη εθνική ιδεολογία εκδηλώνεται με μια διχοτομική διάκριση αρματολών και κλεφτών, που πάλι η γνώση του περιγραφικού υλικού έρχεται να την απαμβλύνει επιλεκτικά. Κλέφτες που γίνονται αρματολοί, αρματολοί που γίνονται κλέφτες κλπ κλπ, χωρίς ωστόσο αυτή η εμπειρική γνώση να φτάνει στην διατύπωση ενός μοντέλου συμπεριφοράς.

Ας δοκιμάσουμε να ξαναδούμε αυτά τα φαινόμενα με τον τρόπο που ξεκίνησε να τα βάζει στην έρευνα ο Σπύρος Ασδραχάς. Έχουμε, ωστόσο, ένα μεγάλο πρόβλημα και μια δυσκολία για την κατανόηση του φαινομένου. Καθώς οι κλέφτες δεν μιλούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, τα τεκμήρια που διαθέτουμε είναι έμμεσα. Είναι τα τεκμήρια των οθωμανικών και των βενετικών αρχών, τα τεκμήρια των ανθρώπων που περνάνε από την Ελλάδα και γράφουν για τα πράγματα που βλέπουν, είναι τα τεκμήρια που αφορούν αλληλογραφίες, δικαστικές πράξεις ή καταδίκες. Υπάρχουν και δικά τους έγγραφα, που είναι λίγα, προς τις αρχές και τα οποία επίσης έχουν δικές τους διαμεσολαβήσεις. Πάνω σ’ αυτά δούλεψε ο νεαρός Σπύρος Ασδραχάς στο αρχείο της Λευκάδας.

Μιλώντας για τους αρματολούς και την Επανάσταση χρειάζεται να σκεφτούμε μια ιδέα που διατύπωσε ο Μαρξ στα περίφημα Grundrisse. Ότι, δηλαδή, κάθε ιστορική αλλαγή, πέρα από τη γενεαλογία της, μπορεί να παράγει η ίδια τα παρελθόν και το μέλλον της με τρόπους ρηξικέλευθους και τρόπους αστάθμητους. Οι άνθρωποι και τα ανθρώπινα σύνολα, καθώς εμπλέκονται στις διαδικασίες ανατροπών, αλλάζουν ριζικά. Οι επαναστάσεις φτιάχνουν οι ίδιες τους όρους της αναπαραγωγής τους και αφήνουν πίσω τους καθορισμούς του παλιού κόσμου, τους καθορισμούς των παλιών υποκειμένων. Οι επαναστάσεις διακόπτουν την ακίνητη ιστορία των νοοτροπιών και, όπως ξέρουμε επίσης, η μεγάλη διάρκεια κάποια στιγμή παίρνει την εκδίκησή της.

Φαινόμενα, λοιπόν, όπως ο κλεφταρματολισμός παίρνουν νέα χαρακτηριστικά στις πραγματικότητες της Επανάστασης και των δικτύων που την ετοιμάζουν. Το ίδιο γίνεται με το σύνολο των παραδοσιακών αυθεντιών, με τους τους πρόκριτους και τους άρχοντες χριστιανούς αλλά και με την ιεραρχία της τοπικής εκκλησίας.

Η επαγγελία της θείας πρόνοιας και το αδιανόητο

Για τη μελέτη του ’21 έχουμε διαθέσιμο ένα τεράστιο υλικό, που περιμένει συνθέσεις και ερμηνείες. Η εθνική μας ιστοριογραφία έχει αναδείξει μεγάλο μέρος των τεκμηρίων αυτών και το έχει ενθέσει στις μεγάλες βεβαιότητες της «εθνικής της αποστολής». Είναι καιρός, ωστόσο, να μεταβληθούν τα ερωτήματα. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε, δηλαδή, τη σημασία που είχαν οι λέξεις και τα πράγματα όχι στο δικό μας γλωσσάρι αλλά για τους ανθρώπους εκείνου το καιρού. Να μετρήσουμε τις ασυνέχειες των νοημάτων και των σημασιών. Να διαβάσουμε, λόγου χάρη, τον αφορισμό του Πατριάρχη προς τους επαναστάτες, όχι ως τεκμήριο προδοσίας ή πολιτικού χειρισμού αλλά ως κείμενο που μαρτυρεί για τη στάση ενός κεντρικού θεσμού της αυτοκρατορίας απέναντι στην εξέγερση, όπως την θεωρεί, των Ρωμιών. Έγινε κάτι ανεξήγητο για τη λογική των ανθρώπων, κάτι που το μηχανεύτηκε ο διάβολος βάζοντας βλαπτικές και επικίνδυνες ιδέες στα μυαλά των ανθρώπων. Και όχι μόνο των ανθρώπων, που έτσι και αλλιώς δεν παίρνανε από λόγια, αλλά των ανθρώπων που ανήκαν στις αυθεντίες, στις φρόνιμες αυθεντίες του τόπου, τους άρχοντες, τους εκκλησιαστικούς, τους εμπόρους, τις τοπικές ηγεσίες που ξάφνου, για κάποιους λόγους που χρειάζεται να τους ανασυγκροτήσουμε και να τους ανασυστήσουμε, βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον κόσμο του Θεού και τις κανονικότητες των σχέσεων που είχαν με την αυτοκρατορία και την από Θεού τεταγμένη βασιλεία του σουλτάνου.

Ξέρουμε ότι στο πλαίσιο της μακράς τους συμβίωσης, κατακτητές και κατακτημένοι συμμερίζονταν μια κοινή αντίληψη για την ιστορία, που ήθελε την κραταιά και αήττητη βασιλεία των Οθωμανών να είναι το προϊόν της δικαιοσύνης και της πρόνοιας του θεού. Να είναι η ποινή για τις αμαρτίες των προγόνων και να αναμένεται, επειδή έτσι έταξε ο Θεός τη δοκιμασία, η επιβράβευση του ποιμνίου της εκκλησίας για την πίστη του στο μέλλον. Η οθωμανική κατάκτηση υπήρξε ένα μέτρο για την προστασία της ορθόδοξης πίστης από την επιρροή του παπισμού. Το ποθούμενο, δηλαδή η ανάσταση του γένους, είχε έναν χαρακτήρα εσχατολογικό που ζούσε, που κινιόταν μέσα στον μεγάλο μύθο που νομιμοποιούσε την κατάκτηση, που εκλογίκευε τα δεινά των ανθρώπων.

Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να το καταλάβουμε. Άξαφνα, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια δηλαδή, η επαγγελία της θείας πρόνοιας, ότι οι πιστοί χριστιανοί ορθόδοξοι που υποτάχθηκαν στη βούληση του θεού και άρα στην κυριαρχία των Οθωμανών και κάποια στιγμή θα δικαιωθούν, το ποθούμενο δηλαδή που ζει στις αρχαίες προρρήσεις, στις προφητείες, στις εσχατολογικές προσμονές, έρχεται να μπολιαστεί με κάτι καινούργιο αδιανόητο. Το έθνος. Και αυτό παράγει καινούργιες στάσεις των ανθρώπων. Η επανάσταση παράγει τους επαναστάτες, η προετοιμασία της επανάστασης παράγει τους ανθρώπους που μπορούν να δεξιωθούν τις ανατροπές. Ξέρουμε ότι οι πρώτοι που μπαίνουν στα δίκτυα των Φιλικών είναι οι τοπικοί άρχοντες, οι δεσποτάδες και ο κλήρος. Γίνονται Φιλικοί, σχισματικοί. Βάζουν δηλαδή μπροστά ιδέες και δέοντα, τα οποία καταστρέφουν τον κόσμο μέσα στον οποίο και λόγω του οποίου απέκτησαν την αυθεντία που είχαν. Χρειάζεται, όσο γίνεται να δούμε την επανάσταση μέσα στις πραγματικότητες που την παράγουν και σ’ εκείνες που θα παραγάγει η ίδια.

Αν διαβάσουμε, ας πούμε, την περιγραφή που δίνει ο Κασομούλης για τα γεγονότα της ήσυχης ακόμα Νάουσας στα 1822, όπου έρχεται ένας άνθρωπος της επαναστατικής Διοίκησης στην εκκλησιά, ο Νικόλαος Κανούσης, βγάζει έναν θερμό λόγο και ξεχύνονται οι άνθρωποι έξω με τα μαχαίρια και αρχίζουν να σκοτώνουν Τούρκους στην αγορά.

Αστραποβροντοφωνών ο Κανούσης επ’ άμβωνος εις την εκκλησίαν περί ελευθερίας, ενθουσιάσθη ο λαός, βλέπων άξαφνα τόσα ζητήματα από τους Τούρκους δεινά, και τόσα καλά και αναπαύσεις από την ελευθερίαν του… Και ορμώντες ο λαός εις την αγοράν, όσους Τούρκους ηύραν τους εφόνευσαν. Ήτον ελεεινόν θέαμα, να βλέπεης εκατόν χρονών φίλους πατρόθεν, χωρίς όπλον, με το σακκί της κούσπας και αλευριού έμπροσθέν του να ζυγιάζη ο Αχμέτης, ο δε Δημήτρης φίλος του να τον θερίζη με το μαχαίρι. Να φωνάζη ο Τούρκος: «Βρε Μήτρο, βρε καρδάς, ημείς παλαιοί φίλοι, αναντάν μπαμπαντάν, τί είναι τούτο;». Πού άκουγε ο Ναουσαίος: «Πατρίς, Πατρίς, Ελευθερία! Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το σκότι σου».

Ένα παράδειγμα για το πώς η βία μετράει τη γη, καθώς το γράφει ο ποιητής. Για το πώς φτιάχνεται, θέλω να πω, αυτή η καινούργια στάση που κάνει τους ανθρώπους να αλαλάζουν «πατρίς πατρίς, Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου» και να βγαίνουν έξω κάνοντας κάτι που, μέχρι πριν από λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες, ήταν αδιανόητο.

Καθοριστικοί παράγοντες για το συλλογικό υποκείμενο

Η επανάσταση ξέσπασε την άνοιξη του 1821, στη συγκυρία του πολέμου της Πύλης με τον Αλή Πασά, όπου έχουν μεταφερθεί γύρω από τα Γιάννενα οι κύριες δυνάμεις των Οθωμανών. Έτσι, στον Μοριά θα συγκροτηθούν τα πρώτα στρατόπεδα γύρω από τις πόλεις τα οποία, σιγά σιγά, με έναν τρόπο που χρειάζεται να τον ξαναμελετήσουμε κομμάτι-κομμάτι, γίνονται στρατός. Αν διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, των Πελοποννησίων αγωνιστών, θα δει ότι, με το ξέσπασμα της επανάστασης, αυτό που κυριαρχεί τις πρώτες εβδομάδες και τους πρώτους μήνες του ’21 είναι η μαζική παρουσία των τοπικών πληθυσμών γύρω από τις πόλεις που πολιορκούν οι επαναστάτες, αμήχανη και γεμάτη φόβο. Θα δει τη λειτουργία του τρόμου, όταν βγαίνουν οι ιππείς από την Τριπολιτσά και πηγαίνουν προς τα μέρη που βρίσκονται οι επαναστάτες. Αυτό το αίσθημα, μέσα σε πολύ λίγο διάστημα, αλλάζει. Όταν ο Κολοκοτρώνης περιγράφει τις μάχες στο Βαλτέτσι, περιγράφει και μια ασυνέχεια. Η πρώτη μάχη ορίζεται από τον τρόμο απέναντι στους πολεμιστές με τα λοφία και τα άλογα που βγαίνουν από την πόλη και η δεύτερη, η νικηφόρα για τους επαναστάτες, έχει ένα πολεμικό σχέδιο. Τι απόσταση χρονική έχουν αυτά τα δύο πράγματα; Τίποτα, λίγες μέρες μόνο. Το ρηξικέλευθο που παράγεται με το ξέσπασμα της Επανάστασης είναι μια ριζική μεταβολή συνειδήσεων, αντιλήψεων και στάσεων των ανθρώπων που μαζεύονται γύρω από τις πόλεις, άλλος περιμένοντας να πέσει η πόλη και να πάρει τη λεία που του αναλογεί, άλλος για να εκδικηθεί, άλλος επειδή τον έφεραν εκεί οι κεφαλές του τόπου του. Και ξαφνικά όλοι αυτοί μεταμορφώνονται σε κάτι που δεν έχει προηγούμενο. Διαμορφώνεται, μέσα στα στρατόπεδα, σε συλλογικό υποκείμενο της Επανάστασης.

Είναι καθοριστικός ο ρόλος των λογίων, που είναι οι γραμματικοί των καπεταναραίων, των πολεμικών αρχηγών και των τοπικών αυθεντιών. Ο λόγος τους παράγει καινούργιους δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους. «Με το πένα και το πάλα», για να θυμηθούμε τον Άλκη Αγγέλου. Έτσι λοιπόν, μέσα σε πολύ μικρό διάστημα, η Επανάσταση μοιάζει να κυριαρχεί στον Μοριά. Οι μεγάλες πόλεις, οι οχυρωμένες πόλεις των Οθωμανών, μια-μια, πολιορκούνται και πέφτουν στα χέρια των επαναστατών. Εδώ δεν είναι η συνδρομή μόνο του στρατού, των Σωμάτων που πολεμούν δηλαδή στη στεριά, είναι και η συμβολή του στόλου, που κλείνει τους θαλάσσιους δρόμους τροφοδοσίας των πολιορκημένων στα κάστρα Οθωμανών. Τα γράφει πολύ καλά αυτά ο Δημήτριος Αινιάν. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, λοιπόν, η Επανάσταση φτιάχνει έναν καινούργιο πολεμιστή, που είναι ο παλιός κλέφτης ή ο παλιός αρματολός αλλά και ο επιστρατευμένος, με τη βία τις πιο πολλές φορές, αγρότης, ποιμένας, κάτοικος της περιοχής.

Αυτές οι αλλαγές φτιάχνουν, μέσα σε χρόνο ραγδαίο, έναν καινούργιο κόσμο. Οι παλιοί ένοπλοι που αναλαμβάνουν τους πολέμους, είναι πρόσωπα τα οποία, για κάποιους λόγους όχι άδικους, δεν τα εμπιστεύεται η διοίκηση του Αγώνα, που θα πασχίσει να φτιάξει έναν άλλο τύπο πολεμιστή, έναν επαγγελματία πολεμιστή δυτικού τύπου. Έναν τακτικό στρατό με μπαγιονέτες και σχηματισμούς μάχης, με πεζικό, ιππικό και μηχανικό, με πυροβόλα όπλα, με μπάντες και στολές, με τυπική ιεραρχία που θα την αποδίδει η κυβέρνηση. Αυτά ξεκινούν ήδη από το 1821, γύρω από τα περιβάλλοντα κυρίως του Υψηλάντη. Ωστόσο, οι νεωτερισμοί αυτοί μένουν στις προθέσεις και τα χαρτιά. Δεν μπορούν να δουλέψουν, επειδή αυτά τα σχέδια χρειάζονται ανθρώπους και οι άνθρωποι είναι δεμένοι με τις τοπικές τους ηγεσίες, τις τοπικές αυθεντίες. Εκείνες είναι που έχουν μπει στην επανάσταση. Και τις ακολουθούν. Η ιστορία ενός τακτικού στρατού, λοιπόν, ξεκινά σχεδόν αμέσως με την επανάσταση. Είναι μια ιστορία που θα μας την αφηγηθούν ο Χρήστος Βυζάντιος, ο Κάρπος Παπαδόπουλος, ο Σπύρος Σωνιέρος, ο Στρατής Πίσσας κ.ά. είναι ένα εγχείρημα που δεν θα μπορέσει να τελεσφορήσει, φτιάχνοντας έναν στρατό που να μπορεί να σταθεί, έστω και κοντά, σε αυτό που γίνεται, σταδιακά αλλά πολύ γρήγορα, ο στρατός των επαναστατών.

Ο στρατός των επαναστατών

Ποιοι είναι οι άνθρωποι που στελεχώνουν αυτόν τον στρατό; Είναι οι πρώην κλέφτες και αρματολοί, μια ιστορία η οποία μας πηγαίνει πίσω στο βάθος του χρόνου. Αυτούς του αρματολούς και τους κλέφτες εμείς τους μάθαμε πάλι από το σχολειό και τις κουβέντες και τα παραμύθια, ως την προετοιμασία και τη μαγιά της επανάστασης. Αυτό που δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε είναι ότι αυτό το σύστημα του κλέφτη και του αρματολού είναι ένα σύστημα εγγεγραμμένο στη λογική του συστήματος της οθωμανικής κατάκτησης. Ένα σύστημα με πολλές αντιφάσεις ασφαλώς, αλλά ένα σύστημα που διαχειρίζεται, με οικονομία, με σοφία και με πολύ αίμα, τη βία στους αγροτικούς και τους ορεινούς χώρους. Ο αρματολός είναι ένας άνθρωπος που έχει πολεμική ισχύ και που καλείται να βάλει σε τάξη τους ανθρώπους που έχουν πολεμική ισχύ, δηλαδή τους κλέφτες. Εδώ χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων με βάση όχι τον μύθο που έχουμε φτιάξει για πάρτη τους, αλλά με βάση τα τεκμήρια που μπορούμε να βρούμε και να αποδεσμεύσουμε από τις ιστορικές καταγραφές.

Είναι πολύ γνωστό το περίφημο τραγούδι του Βάλτου. «Γρήγορα τ’ αρματολίκι, γιατί ερχόμαστε σα λύκοι». Έρχονται σαν λύκοι, για να τους ορίσει η οθωμανική αρχή φύλακες του τόπου από τους λύκους. Είναι η ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη, για την οποία έχει γράψει κάποια σπουδαία κείμενα ο Ασδραχάς. «Όσο είναι ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει». Ας τις σκεφτούμε τούτες τις φράσεις: Ο Χρήστος Μιλιόνης, που όσο είναι ζωντανός Τούρκο δεν προσκυνάει, έρχεται σαν λύκος να χτυπήσει την Άρτα, ζητώντας το αρματολίκι. Το αρματολίκι, όμως, έχει ως όρο το προσκύνημα εκείνου που θα το πάρει. Να, λοιπόν, πώς στο τραγούδι δένουν επεισόδια που αφορούν διαφορετικές λογικές και διακριτές χρονικότητες. Η ακολουθία των ιστορούμενων στα δικά μας τ’ αυτιά μοιάζει παράδοξη αλλά, υποθέτω, στα αυτιά των σύγχρονων με τα ιστορούμενα ανθρώπων, οι αντινομικές για εμάς όψεις των τραγουδιών υπακούουν σε μια σκληρή λογική, που αποτυπώνει τις διάφορες στιγμές του κλέφτικου και του αρματολικού βίου.

Ένας καινούργιος τύπος πολέμου

Ο λερωμένος και ο χρυσοστόλιστος κλέφτης φτιάχνουν μια θέση μέσα στην κοινωνία τους, όπου συγκροτείται μια ιδιαίτερη ομάδα, με ρόλους, με θέσεις στο θεσμικό οικοδόμημα, με κυριαρχία και κύρος στην κοινωνική οργάνωση, με δυνατότητα του μετασχηματισμού της δράσης της και του αποτελέσματός της, της λείας ή της δύναμης, σε τοπική αυθεντία και οικονομική δύναμη. Αυτό το σχήμα του κλέφτη χρειάζεται κάθε φορά να το έχουμε στο νου μας ως συμπληρωματική εκδοχή μιας ορισμένης στρατηγικής, που είναι προσανατολισμένη όχι προς τη ρήξη και την εξέγερση αλλά προς την ενσωμάτωση. Το κλέφτικο τραγούδι αποτυπώνει ταυτόχρονα δομές και συγκυρίες. Καθώς δεν είναι φτιαγμένο με μιαν ανάσα, έχει φτιαχτεί και ξαναφτιαχτεί και δοκιμαστεί και ξανατραγουδιστεί, ενσωματώνει στο εσωτερικό του διαφορετικές συγκυρίες. Στις λέξεις που το απαρτίζουν φυλακίζονται μεγάλες ιστορικές χρονικότητες, που στολίζονται με φευγαλέες στιγμές του βιούμενου κόσμου. Και πατώντας ή αναπλάθοντας αυτές τις στιγμές, αποτυπώνουν, για να το πω με τα λόγια του Ασδραχά, μια μεταβαλλόμενη οπτική ενός μεταβαλλόμενου κόσμου.

Αν δεν τα ’χουμε κατά νου όλα αυτά, κατασκευάζουμε γενεαλογίες του ’21, όπου ο Καλιακούδας και ο Κατσαντώνης γίνονται οι πρόγονοι του Καραϊσκάκη. Είναι όντως πρόγονοι. Μόνο που τους χωρίζει μια κοσμογονία. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που γίνεται με τον Καραϊσκάκη, κάποια στιγμή μέσα στην επανάσταση, και τον μετατρέπει σε ένα νέο υποκείμενο, αδιανόητο δηλαδή ως τότε. Και τον καθιστά αδιαμφισβήτητο αρχηγό του πολέμου, έτσι ώστε ισχυροί καπεταναίοι όπως ο Θοδωράκης Γρίβας, για παράδειγμα, να υπακούουν στις εντολές του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χρειάζεται να τα ξανασκεφτούμε και να τα ξαναδούμε αυτά, προσπαθώντας να ξαναστήσουμε με έναν οργανωμένο τρόπο την ιστορία της ελληνικής Επανάστασης. Τις τομές και τις συνέχειες.

Ο Κολοκοτρώνης, χωρίς της περικεφαλαία, και ο Καραϊσκάκης είναι δυο εμβληματικές φιγούρες όχι μόνο επειδή είναι άνθρωποι που ξέρουν τον πόλεμο, που ξέρουν να υποχρεώνουν τους τοπικούς πληθυσμούς, αλλά επειδή είναι εκείνοι που οργάνωσαν έναν καινούργιο τύπο πολέμου.

_______________________________________________________



_______________________________________________________