Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ - Γ΄ κύκλος
Το νέο βιβλίο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου,
μια πολύτιμη μελέτη για την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος το νέο βιβλίο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου «Η Άνοδος και η Πτώση των Εργατικών Διεθνών. Γ' κύκλος: Η 3η Κομμουνιστική Διεθνής», Α΄τόμος. Αναδημοσιεύουμε από τον ιστότοπο Left.gr την βιβλοκριτική του Χρήστου Κεφαλή.
Βιβλιοκριτική: Μια πολύτιμη μελέτη για την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Η ελληνική και ακόμη η διεθνής φιλολογία για την ιστορία των τριών εργατικών Διεθνών, παραμένει –αν εξαιρέσουμε την έρευνα του Τζον Ριντέλ και μερικών ακόμη μαρξιστών ιστορικών– αρκετά ελλιπής. Λείπουν γενικά οι σοβαρές ιστορικές μελέτες από τη σκοπιά του ίδιου του επαναστατικού εργατικού, σοσιαλιστικού κινήματος, αποκρυσταλλώσεις του οποίου υπήρξαν οι τρεις Διεθνείς.
Από αυτή την άποψη, η κυκλοφορία, από τις Εκδόσεις Τόπος, του τρίτου, αφιερωμένου στην Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), μέρους της μεγάλης μελέτης του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου Η Άνοδος και η Πτώση των Εργατικών Διεθνών αποτελεί μια ευπρόσδεκτη και ουσιώδη προσθήκη στην υφιστάμενη φιλολογία. Πολύ περισσότερο που το έργο του Μαστρογιαννόπουλου αποτελεί καρπό μιας ευσυνείδητης και επίπονης εργασίας δεκαετιών, στηριζόμενης σε μια πλούσια ειδική φιλολογία.
mastrogiannopoulos.jpg
Ο τόμος πραγματεύεται την πρώτη, πιο γόνιμη περίοδο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία συνδέεται με το έργο και τον αντίκτυπο της Οκτωβριανής Επανάστασης, εκτεινόμενη στα πρώτα τέσσερα συνέδριά της (1919-22) και το αμέσως επόμενο διάστημα. Ο κύκλος θα ολοκληρωθεί με έναν δεύτερο τόμο, αφιερωμένο στη μετέπειτα περίοδο ως τη διάλυση της Κομιντέρν το 1943, το διάστημα κυριαρχίας του σταλινισμού.
Η πορεία του εργατικού κινήματος, με όλες τις αντιφάσεις, τις ανατροπές και τις εναλλαγές της, συνιστά μια ενιαία ιστορική διαδικασία, ώστε είναι σαφές ότι ο τρίτος κύκλος της εργασίας του Μαστρογιαννόπουλου μπορεί να διαβαστεί πιο παραγωγικά σε συνέχεια με τους δυο προηγούμενους. Στέκει όμως και ανεξάρτητα, καθώς ο συγγραφέας κάνει τις απαραίτητες αναδρομές στα ορόσημα της 2ης, Σοσιαλιστικής Διεθνούς, με τα πεπρωμένα της οποίας, πρώτα και κύρια τη χρεοκοπία της στη δοκιμασία του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, συνδέθηκε η δημιουργία της νέας Διεθνούς.
Η 1η Διεθνής ή Διεθνής Ένωση των Εργατών, η Διεθνής των Μαρξ και Ένγκελς, ιδρυμένη το 1864, σημαδεύτηκε από την ανωριμότητα της εργατικής τάξης, με συνέπεια τα εθνικά τμήματά της να είναι αδύναμα, συχνά σχεδόν σέκτες. Στα πλαίσιά της συνυπήρξαν μαρξιστές, αναρχικοί (Μπακούνιν, κ.ά.), γιακωβινικοί επαναστάτες (οι μπλανκιστές) και ρεφορμιστές (οι προυντονικοί). Η ήττα της Παρισινής Κομμούνας προκάλεσε μια ατέρμονη διαδοχή συγκρούσεων και οδήγησε μοιραία στη διάλυση της Διεθνούς το 1876.
Η 2η Σοσιαλιστική Διεθνής, αντίθετα, δημιουργημένη το 1889, στα 100χρονα της Γαλλικής Επανάστασης, χαρακτηρίστηκε εξαρχής από την επικράτηση της μαρξιστικής πτέρυγας. Η δεξιά πτέρυγα του κινήματος, μετά την αποτυχία να καθορίσει τις εξελίξεις με το ανεξάρτητο συνέδριό της την ίδια χρονιά, εντάχτηκε από το 2ο Συνέδριο της Διεθνούς στις τάξεις της, χωρίς να εκδηλώνει φανερά, επί μια δεκαετία, τις ιδιαίτερες βλέψεις της. Τότε –αυτό όντας το δεύτερο διακριτικό γνώρισμα της περιόδου– δημιουργούνται για πρώτη φορά τα μαζικά εργατικά κόμματα, καθώς η εργατική τάξη στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους αφυπνίζεται και αγωνίζεται μαχητικά για τα δικαιώματά της, το 8ωρο και την καθολική ψήφο. Στη Γερμανία ιδιαίτερα το SPD, το πιο ισχυρό κόμμα της 2ης Διεθνούς, δίνει ένα πολιτικό, ιδεολογικό και οργανωτικό πρότυπο για τα σοσιαλιστικά κόμματα της περιόδου.
Ο ρεφορμισμός εμφανίζεται ανοικτά το 1899, με το βασικό έργο του Μπερνστάιν Οι Προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού και τα Καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας. Αποκρούεται, ωστόσο, από την αριστερά (υπό τους Λένιν, Λούξεμπουργκ, Πλεχάνοφ) και το μαρξιστικό κέντρο του SPD υπό τους Κάουτσκι και Μπέμπελ. Στη συνέχεια, με τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν, η 2η Διεθνής, στα συνέδριά της Στουτγάρδης (1907) και της Βασιλείας (1912) παίρνει αντιπολεμικές αποφάσεις, που απειλούν την αστική τάξη, σε περίπτωση πολέμου, με την κοινωνική επανάσταση.
Επιφανειακά, λοιπόν, η Β΄ Διεθνής, ή έστω η μαρξιστική πλειοψηφία της, στεκόταν στο έδαφος του επαναστατικού μαρξισμού. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, για τη διανομή των σφαιρών επιρροής και των αποικιών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, διέλυσε αυτή την ψευδαίσθηση. Αποδείχτηκε ότι ο ρεφορμισμός είχε διαβρώσει εσωτερικά τα εργατικά κόμματα της εποχής, με τη δημιουργία μιας εργατικής αριστοκρατίας, την οποία περιέγραψαν ο Ένγκελς και αργότερα ο Λένιν, ο τελευταίος συνδέοντάς τη με την «εξαγορά» των εργατικών κορυφών από τις μητροπολιτικές αστικές τάξεις με τα υπερκέρδη της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης του κόσμου. Αυτή η κατάσταση είχε εκφραστεί και στη διάβρωση του μαρξισμού, το βαθμιαίο εκφυλισμό του σε μια μηχανιστική εξελικτική θεώρηση, που εγγυούνταν τη βαθμιαία, βασικά κοινοβουλευτική πρόοδο προς τελική νίκη του σοσιαλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο η ίδια η επανάσταση μετατρεπόταν σε κενή, επετειακή φράση, χωρίς σύνδεση με την ιστορική πράξη.
Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς το 1914 ήταν πραγματικά παταγώδης. Όλα τα κόμματά της, και πάνω απ’ όλα το SPD, σύρθηκαν στο σοβινισμό, την υποστήριξη της αστικής τάξης τους στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας, ψήφισαν τις πολεμικές δαπάνες και ανέλαβαν υπουργεία στις αστικές κυβερνήσεις. Μόνο οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία και τα σοσιαλιστικά κόμματα στη Βαλκανική και την Ιταλία καταδίκασαν τον πόλεμο. Στα υπόλοιπα οι διεθνιστικές δυνάμεις, στο SPD υπό τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, βρέθηκαν ανίσχυρες και απομονωμένες. Ο πόλεμος, ωστόσο, με τις εκατόμβες των νεκρών και τη μαζική δυστυχία του, προκάλεσε την αντίδραση των μαζών, ενισχύοντας τις επαναστατικές διαθέσεις. Με αφετηρία τις δυο συνδιασκέψεις του Τσίμερβαλντ και του Κίνταλ συγκροτήθηκε μια νέα, διεθνιστική πρωτοπορία, η αριστερή πτέρυγα της οποίας έγινε η μαγιά για τη νέα, Κομμουνιστική Διεθνή.
Μέσα στο γενικό αυτό πλαίσιο, που παρουσιάζεται λεπτομερώς στο έργο, ξετυλίχτηκαν τα επαναστατικά γεγονότα σε όλη την Ευρώπη, στα τελευταία χρόνια και την επαύριο του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ο Μαστρογιαννόπουλος χωρίζει τη μελέτη του σε δυο μέρη. Το πρώτο –«Μέρος Ι. Η πρώτη φάση συγκρότησης της νέας Διεθνούς» (σελ. 17-156)– συζητά τα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, την ίδρυση της Προφιντέρν, της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής και την επανίδρυση της 2ης Διεθνούς από τη ρεφορμιστική πτέρυγα. Στο δεύτερο και πιο ογκώδες –«Μέρος ΙΙ. Η συγκρότηση κομμουνιστικών κομμάτων μέσα στους σπασμούς της ευρωπαϊκής επανάστασης» (σελ. 157-570)– παρουσιάζονται οι εξελίξεις στα εθνικά ΚΚ. Εδώ δίνεται έμφαση στις δυο κύριες χώρες, τη Ρωσία και τη Γερμανία, ενώ περιλαμβάνονται ακόμη αρκετά εκτενή κεφάλαια για τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία. (Το δεύτερο αυτό μέρος θα συμπληρωθεί με την παρουσίαση σειράς ακόμη χωρών, όπως οι Βρετανία, Ισπανία, ΗΠΑ, Κίνα και οι βαλκανικές χώρες, στον Β΄ τόμο του κύκλου, ενώ θα υπάρξει και μια πληρέστερη ηλεκτρονική έκδοση με περισσότερες χώρες).
Στα επιμέρους κεφάλαια –για να ξεκινήσουμε από εκεί– ο Μαστρογιαννόπουλος παρουσιάζει επιμελώς τα κύρια γεγονότα που σημάδεψαν τη συγκρότηση των κομμουνιστικών κομμάτων και του κινήματος σε κάθε χώρα.
Στο μέρος για τη Ρωσία (σελ. 159-273) παρακολουθούμε πώς η συστηματική εργασία δεκαετιών του Λένιν και των συνεργατών του μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια γνήσια επαναστατική πρωτοπορία, ικανή να καθοδηγήσει τις μάζες στον αγώνα για την κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας. Αυτή η επάρκεια δεν φάνηκε μόνο στην αποφασιστική στιγμή της ένοπλης εξέγερσης του Οκτώβρη, αλλά σε όλες τις καμπές της επανάστασης: η επαναστατική εναντίωση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με τη γραμμή της μετατροπής του σε εμφύλιο· ο αναπροσανατολισμός της τακτικής προς τη σοσιαλιστική επανάσταση μετά την επανάσταση του Φλεβάρη 1917, υπό την καταλυτική επίδραση του Λένιν· η ευέλικτη τακτική του κόμματος στη διάρκεια της δυαδικής εξουσίας (Προσωρινή Κυβέρνηση και Σοβιέτ) στα Ιουλιανά και στο πραξικόπημα του Κορνίλοφ – όλα αυτά φωτίζονται λεπτομερώς από τον συγγραφέα. Ο Μαστρογιαννόπουλος, παρουσιάζοντας τις εσωκομματικές αντιθέσεις, δίνει έμφαση στο δημοκρατισμό της λενινιστικής ηγεσίας, η οποία προέκρινε πάντα –ακόμη και απέναντι σε καταφανώς μεγάλα λάθη όπως εκείνα των Κάμενεφ και Ζινόβιεφ στις παραμονές της εξέγερσης– την πολιτική αντιμετώπιση των διαφωνιών μέσα από την κριτική αρχών και τον συνεπή προσανατολισμό στην επαναστατική δράση:
«Η ιστορία του μπολσεβικισμού είναι, ασφαλώς, πλούσια σε μαθήματα. Τόσο σε επαναστατική μαρξιστική πολιτική όσο και σε ζητήματα εργατικής δημοκρατίας και κομματικής λειτουργίας. Η αδιαλλαξία στις αρχές ήταν αδιάσπαστα δεμένη με την κατανόηση των πραγματικών εξελίξεων, με την ευλυγισία των χειρισμών απέναντι σε τάσεις και ομάδες, ακόμα και άτομα. Σύμφωνα με την τυπική-γραφειοκρατική αντίληψη, όποιος διαφωνεί και εναντιώνεται στην πλειοψηφία της ηγεσίας πάνω σε κρίσιμα ζητήματα –και όλοι θα συμφωνήσουν ότι η προετοιμασία της εξέγερσης είναι ίσως το πιο αποφασιστικό ζήτημα– ούτε λίγο ούτε πολύ είναι “πράκτορας του ιμπεριαλισμού”, “συνειδητός προβοκάτορας” κλπ, κατηγορίες για τις οποίες τόση μεγάλη πείρα είχε δυστυχώς το διεθνές εργατικό κίνημα. (Και είναι ειρωνεία της ιστορικής διαλεκτικής ότι ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ εκτελέστηκαν αργότερα από τη σταλινική αυταρχία με την κατηγορία ότι ήταν “πράκτορες” του γερμανικού ιμπεριαλισμού). Ωστόσο, η αλήθεια από μια μαρξιστική οπτική είναι εντελώς διαφορετική. Οι λαθεμένες αντιλήψεις του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ, οι υποχωρήσεις στις πιέσεις για την προετοιμασία των εκλογών για Συντακτική Συνέλευση και όχι για την προετοιμασία της εξέγερσης, δεν ήταν λάθος που οφειλόταν στις θεωρητικές τους αντιλήψεις ή στο φόβο τους μπροστά στην επανάσταση… Η κατανόηση ότι αυτές οι υποχωρητικές τάσεις ήταν αντανάκλαση της κρίσης προσανατολισμού που αγκάλιαζε όχι μόνο τις ηγετικές σφαίρες αλλά και ένα ολόκληρο τμήμα του κόμματος καθόρισε την πολιτική και την τακτική της ηγεσίας. Στην ουσία, η πλειοψηφία αντιμετώπισε την απείθαρχη μειοψηφία όχι με τυπικές αποφάσεις βασισμένες στο καταστατικό, αλλά με σκληρή πολιτική αντιπαράθεση και κύρια με το μαρξιστικό προσανατολισμό στα γεγονότα και με την ίδια την επαναστατική δράση. Για μια ακόμα φορά ο Λένιν προστάτευσε το κύρος των συντρόφων του. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά χρόνια αργότερα, μέσα από τη διαθήκη του, προειδοποίησε, δυστυχώς προφητικά, ότι “το επεισόδιο Ζινόβιεφ-Κάμενεφ κατά τον Οκτώβρη δεν ήταν βέβαια τυχαίο, αλλά δεν πρέπει να γίνει εκμετάλλευση σε βάρος τους”» (σελ. 214-215).
Ο Μαστρογιαννόπουλος παρουσιάζει και αποτιμά παραπέρα την επώδυνη πορεία της επανάστασης μέσα από τον εμφύλιο ως την ήττα της ξενικής επέμβασης και την εισαγωγή της ΝΕΠ. Επισημαίνει ορισμένα λάθη του Μπολσεβίκικου Κόμματος, όπως η προέλαση του Κόκκινου Στρατού προς τη Βαρσοβία το 1920, φωτίζοντας ταυτόχρονα την ικανότητά του να περνά μέσα από τις μεγαλύτερες ιστορικές συμπληγάδες όπως η Ειρήνη του Μπρεστ, χάρη στη συλλογική ηγεσία.
Στο κεφάλαιο για τη Γερμανία (σελ. 274-389), όπου η επαναστατική κατάσταση με στοιχεία δυαδικής εξουσίας διήρκεσε πολύ περισσότερο, από την πτώση της Αυτοκρατορίας των Χοεντσόλερν το 1918 ως τον Οκτώβρη του 1923, βλέπουμε αντίθετα το ξετύλιγμα μιας μεγάλης επανάστασης, η οποία τελικά ηττάται πριν φτάσει στην κατάκτηση της εξουσίας. Η αιτία της αρνητικής έκβασης, αναδεικνύει ο συγγραφέας, θα βρεθεί σε δυο κυρίως παράγοντες: από τη μια, η ισχύς της γερμανικής αντίδρασης, που με τη βοήθεια των ηγετών του SPD (Έμπερτ, Νόσκε, κ.ά.) θα σώσει το αστικό καθεστώς, δολοφονώντας τη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ· από την άλλη, η απειρία του νεαρού ΚΚ Γερμανίας, που χωρίς το στέρεο υπόβαθρο των Μπολσεβίκων, υποχρεώνεται να παλέψει για την εξουσία ταυτόχρονα με τη συγκρότησή του ως κόμμα (η Ένωση Σπάρτακος, δημιουργημένη στα χρόνια του πολέμου από τα διεθνιστικά στοιχεία του γερμανικού κινήματος, ήταν ακόμη περισσότερο μια επαναστατική ομάδα). Ως αποτέλεσμα, και παρά τη σημαντική επιτυχία της προσχώρησης της πλειοψηφίας των μελών του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο ΚΚΓ τον Οκτώβριο του 1920, το κόμμα ακολουθεί μια λαθεμένη τακτική στις κρίσιμες καμπές, είτε επιλέγοντας την αποχή (στο πραξικόπημα του Καπ το Μάρτη του 1920), είτε πέφτοντας σε υπεραριστερά λάθη (η πρόωρη εξέγερση το Μάρτη του 1921).
Μια συνηθισμένη ερμηνεία της γερμανικής ήττας, η οποία έχει προβληθεί και σε μετέπειτα ιστορικές μελέτες, όπως εκείνη του Κ. Χάρμαν, αποδίδει την ήττα της γερμανικής επανάστασης στον οπορτουνισμό της υπό τον Μπράντλερ ηγεσίας του ΚΚΓ, που με την αναβλητικότητά της άφησε να χαθεί η ευνοϊκή στιγμή τον Οκτώβρη του 1923. Η απλουστευτική, εύκολη αυτή ερμηνεία παραβλέπει κρίσιμα στοιχεία της κατάστασης, όπως η αδυναμία, λόγω της αντοχής της σοσιαλδημοκρατίας, να κερδηθεί η πλειοψηφία στα συνδικάτα και τα σοβιέτ, ενώ δεν είναι και νέα. Είχε προβληθεί ήδη από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν το 1925, όταν ο σταλινισμός έπαιρνε ήδη εκεί το πάνω χέρι (βλέπε την παρατιθέμενη απόφαση της ΕΕΚΔ το Φλεβάρη του 1925, σελ. 381).
Ο Μαστρογιαννόπουλος απορρίπτει σωστά αυτές τις εξηγήσεις. Παραθέτει τη νηφάλια συνολική εκτίμηση της Κλάρας Τσέτκιν, η οποία είχε αντιταχθεί στις προσπάθειες μετατροπής συγκεκριμένων ηγετών σε αποδιοπομπαίους τράγους για προβλήματα που οι αιτίες τους πήγαιναν πολύ βαθύτερα: «Το κόμμα δεν έχει ακόμη εδραιώσει τις δυνάμεις του και τη δραστηριότητά του για να κινητοποιήσει τις μάζες σε δράση μέσω της προπαγάνδας και της παιδείας μας, να απελευθερώσει τη δραστηριότητα των μαζών και να οδηγήσει τις μάζες στην κατάκτηση της εξουσίας» (σελ. 379).
Απέναντι στις ωμές επεμβάσεις στην εσωτερική ζωή των κομμουνιστικών κομμάτων που καθιέρωσε ο σταλινισμός, εκδηλωμένες για πρώτη φορά ισχυρά στη Γερμανία με τη συνοπτική απομάκρυνση ηγεσιών, παραθέτει μια μαρτυρία της Ρουτ Φίσερ για την ενοποιητική στάση του Λένιν στις διαμάχες στο γερμανικό κόμμα (μαρτυρία σημαντική επειδή η Φίσερ βαρυνόταν πράγματι με σοβαρά αριστερά λάθη). Όπως εκτιμούσε η Φίσερ, αναφερόμενη σε μια παρέμβαση του Λένιν σε συνάντηση με τη γερμανική ηγεσία στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1922), λίγο πριν τη τελική φάση της αρρώστιάς του:
«Σε όλα τα κρίσιμα σημεία η παρέμβαση του Λένιν στις γερμανικές κομμουνιστικές υποθέσεις εμφάνιζε μια στάση ευθέως αντίθετη με αυτή του διαδόχου του Στάλιν. Ο Λένιν φρόντιζε τα στελέχη του γερμανικού κομμουνισμού τόσο προσεκτικά γιατί αντιμετώπιζε με μεγάλη σοβαρότητα την απειλή της γερμανικής αντεπανάστασης. Και πάλι, όπως τόσο συχνά στο παρελθόν, ο υποστηρικτής της σιδερένιας πειθαρχίας υποστήριξε την εφαρμογή αυτής της πειθαρχίας με προσεκτική εξέταση κάθε εναλλακτικής επαναστατικής πολιτικής» (σελ. 373).
Τα υπόλοιπα κεφάλαια του Μέρους ΙΙ προσθέτουν σημαντικές πινελιές στη γενική εικόνα, χρωματίζοντάς τη με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας.
Στην Ιταλία μετά την «Κόκκινη διετία», το μεγάλο σοβιετικό κίνημα των καταλήψεων στα εργοστάσια (1919-20), η αντεπίθεση της αντίδρασης εκφράζεται με την άνοδο του φασισμού και την επιβολή της δικτατορίας του Μουσολίνι το 1922. Η Κομιντέρν, από αυτό το πρώιμο στάδιο, προβαίνει σε σωστές εκτιμήσεις για το φασιστικό φαινόμενο και επεξεργάζεται την τακτική του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου. Ωστόσο, η κυριαρχία στο νεαρό ΚΚ Ιταλίας της υπεραριστερής πτέρυγας υπό τον Μπορντίγκα και οι δεξιές ταλαντεύσεις της ηγεσίας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος δυσχεραίνουν την άμυνα του κινήματος, με τη μαρξιστική αντίδραση υπό τον Γκράμσι, όταν αναλαμβάνει την ηγεσία του ΚΚΙ το 1924, να έρχεται αργά για να αλλάξει τα πράγματα.
Στη Γαλλία, η απουσία μαρξιστικής παράδοσης οδηγεί στο παράξενο φαινόμενο το ΚΚ Γαλλίας, ενώ απορροφά την πλειοψηφία του παλιού Σοσιαλιστικού Κόμματος, να μαστίζεται εσωτερικά από μια βαθιά κρίση ηγεσίας, με έντονη διαπάλη ανάμεσα στις διάφορες ηγετικές του ομάδες, οι οποίες στερούνται πολιτικής και ιδεολογικής σαφήνειας.
Στην Ουγγαρία, η πολύ πρωτότυπη, αναίμακτη νίκη της επανάστασης, με την παράδοση της εξουσίας στους κομμουνιστές και τους αριστερούς σοσιαλδημοκράτες από τις αστικές δυνάμεις, σημαδεύεται επίσης από την ανωριμότητα του νεαρού κομμουνιστικού κόμματος. Η μη λύση του αγροτικού ζητήματος και η λαθεμένη συγχώνευση με τους σοσιαλδημοκράτες σε ένα ενιαίο κόμμα καθόρισαν την ήττα της επανάστασης και τη βάναυση λευκή τρομοκρατία που την ακολούθησε.
Το Μέρος Ι εστιάζει στο έργο της Κομιντέρν στα 1919-22, όταν τα τέσσερα πρώτα συνέδρια εκπληρώνουν μια καρποφόρα εργασία για να τεθούν στέρεες μαρξιστικές βάσεις στη δουλειά των νεαρών κομμουνιστικών κομμάτων και να ξεπεραστούν οι ανεδαφικές απόψεις και προσδοκίες της εποχής. Οι δυσχέρειες της περιόδου, όπως τεκμηριώνει αναλυτικά ο Μαστρογιαννόπουλος, προέρχονται από δυο πλευρές. Από τη μια ο αριστερισμός, που παίρνει ευρεία διάδοση στις τάξεις της Κομιντέρν. Και από την άλλη, η προσπάθεια των καουτσκιστικών, κεντριστικών στοιχείων (των δυνάμεων που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην παλιά, σοσιαλιστική και τη νέα, κομμουνιστική Διεθνή, βρίσκοντας μια προσωρινή στέγη στη 2 ½ Διεθνή) να ενταχτούν στη νέα διεθνή οργάνωση, για να ανανεώσουν το κλονισμένο από τη στάση τους στη διάρκεια του πολέμου κύρος τους στην εργατική τάξη. Η δεύτερη δυσχέρεια ξεπερνιέται με τη θέσπιση των 21 αυστηρών όρων για την ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή, που απομακρύνουν τους δεξιούς και κεντριστές ηγέτες. Η πρώτη θα αποδειχτεί πολύ πιο σύνθετη, καθώς οι αριστεριστές, Μπορντίγκα, Πάνεκουκ, κ.ά., είχαν κρατήσει μια διεθνιστική στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, απολαμβάνοντας ως εκ τούτου υψηλό κύρος στις γραμμές της Κομιντέρν. Επιπλέον, η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης σε σειρά χωρών δίνει μια εμφάνιση ρεαλιστικότητας στην πεποίθηση αυτών των ρευμάτων για μια άμεσα επικείμενη νίκη του κινήματος, που μπορεί να επισπευσθεί με αριστερές εκκλήσεις και επιδείξεις.
Ο Μαστρογιαννόπουλος, ενώ συζητά τα προβλήματα και τις αντιθέσεις στη λειτουργία της Κομιντέρν, αντικρούει τεκμηριωμένα τη συνήθη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία οι αυστηροί αρχικοί όροι συγκρότησής της και η έμφαση στη διεθνή πειθαρχία περιείχαν ήδη το σπέρμα της μετέπειτα σταλινικής διαστροφής. Ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ και οι άλλοι ηγέτες της επαναστατικής αριστεράς υποστήριζαν τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων της Διεθνούς, ως έναν αναγκαίο όρο για να τεθεί τέρμα στην εποχή των ωραίων λόγων χωρίς έργα της Β΄ Διεθνούς. Εκείνο που εντυπωσιάζει στα πρώτα συνέδρια της Κομιντέρν είναι, ωστόσο, ο συνδυασμός της ισχυρής αντιπαράθεσης στον ρεφορμισμό με μια δημιουργική, ελεύθερη και παραγωγική συζήτηση όλων των επίμαχων ζητημάτων του κινήματος. Και αυτό σε μια κατάσταση ημιπαρανομίας, τρομοκρατίας και διωγμών ενάντια στα περισσότερα εθνικά τμήματα της Κομιντέρν, με χιλιάδες δολοφονίες και εκτελέσεις κομμουνιστών στη Γερμανία, Ουγγαρία, Φιλανδία και αλλού.
Μετά το 1ο Συνέδριο, που αρκέστηκε, λόγω της περιορισμένης συμμετοχής, στη διακήρυξη της ίδρυσης και των στόχων της νέας Διεθνούς, από το 2ο Συνέδριο, σε συνδυασμό με την έκδοση της φημισμένης μπροσούρας του Λένιν για τον Αριστερισμό, ξεκινά μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα μια γόνιμη διαδικασία ωρίμανσης και υπέρβασης των αδυναμιών τους. Με το 3ο Συνέδριο διακηρύσσεται η κατάκτηση των μαζών ως κύριο καθήκον των κομμουνιστών στις διάφορες χώρες και δρομολογείται η επεξεργασία μια ευλύγιστης πολιτικής, που δίνει έμφαση στην κατάκτηση θέσεων στα παλιά συνδικάτα και την πολιτική εκπαίδευση των μελών (σελ. 124-131). Στη συνέχεια, στο 4ο Συνέδριο, παρουσιάζεται ολοκληρωμένα η τακτική του ενιαίου μετώπου, που περιλαμβάνει προτάσεις κοινής δράσης προς τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες, με πιο σημαντική στιγμή το Συνέδριο των τριών Διεθνών τον Απρίλη του 1922 στο Βερολίνο, καθώς και τις επεξεργασίες για το μεταβατικό πρόγραμμα και τις εργατικές κυβερνήσεις (βλ. 140 κ.ε., 149 κ.ε., κ.λπ.). Ταυτόχρονα, σε αυτό το διάστημα η Κομιντέρν, πριν και αμέσως μετά τη νίκη του Μουσολίνι, βαθαίνει τις επεξεργασίες της για το φασισμό, αναγνωρίζοντας διορατικά ότι αντιπροσωπεύει μια διεθνή απειλή από τη μεριά της άκρας αντίδρασης και προκρίνοντας το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο (βλ., σελ. 148 κ.ε., 434 κ.ε.· η αντίστιξη με τη μετέπειτα σταλινική πολιτική του σοσιαλφασισμού είναι εδώ ιδιαίτερα έκδηλη). Συνολικά, η Κομιντέρν προσαρμόζεται επαρκώς στις αλλαγές της κατάστασης, το κύριο γνώρισμα των οποίων ήταν η υποχώρηση του επαναστατικού κύματος του 1917-20 και η σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού.
Οι γόνιμες συζητήσεις, οι αποφάσεις και οι εκκλήσεις των συνεδρίων, που συζητά ο Μαστρογιαννόπουλος, αναδεικνύουν τις διαρκείς διορθώσεις στις επεξεργασίες της Κομιντέρν. Πέρα από την καθοριστική συμβολή των ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων, Λένιν, Τρότσκι και Ζινόβιεφ, δεν ήταν μικρότερη η συνεισφορά λιγότερο γνωστών στελεχών από τα εθνικά τμήματα, που κατέθεταν ενδιαφέρουσες επεξεργασίες και προτάσεις. Για να αρκεστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα, σε μια συζήτηση για το εθνικό ζήτημα, στην εισήγηση του Ινδού Ρόι διατυπώνεται η προβλεπτική θέση ότι η κατάκτηση της ηγεσίας στα εθνικά κινήματα στις αποικίες από τους κομμουνιστές θα μπορούσε να γίνει εφαλτήριο για το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση: «Η επανάσταση στις αποικίες δεν θα είναι κομμουνιστική στα πρώτα της στάδια. Όμως αν εξαρχής η ηγεσία είναι στα χέρια της κομμουνιστικής πρωτοπορίας, οι επαναστατικές μάζες δεν θα παραπλανηθούν και θα προχωρήσουν μπροστά μέσα από τις διαδοχικές περιόδους ανάπτυξης της επαναστατικής εμπειρίας» (σελ. 100). Η διεισδυτική αυτή πρόβλεψη, διατυπωμένη όταν οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες των λαών βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα, επιβεβαιώθηκε αργότερα στα απελευθερωτικά κινήματα του Βιετνάμ και αρκετών χωρών της Αφρικής. Ο αναγνώστης θα βρει πολλά ακόμη τέτοια παραδείγματα, απτές μαρτυρίες της θετικής συμβολής των πρώτων συνεδρίων.
Η συνολική αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι η Κομιντέρν δεν ήταν ακόμη ικανή να προλαβαίνει πολλά λάθη στα εθνικά τμήματα, κυρίως λόγω της ισχυρής επιρροής του αριστερισμού (οι εκπρόσωποι του οποίου, ιδιαίτερα στην Ιταλία, παρέκαμπταν συχνά αποφάσεις της) αλλά και της γοργής εναλλαγής των συνθηκών. Ωστόσο, τα λάθη αναγνωρίζονταν έγκαιρα και γίνονταν οι αναγκαίες αλλαγές στις κομματικές πολιτικές. Με τον τρόπο αυτό είχαν τεθεί οι βάσεις για τη συγκρότηση γνήσια επαναστατικών κομμάτων, που θα μπορούσε να αξιοποιηθούν στο επόμενο στάδιο, κατά τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 1929, αν δεν μεσολαβούσε η αποσυνθετική επίδραση του σταλινισμού, με τον ακραίο σεκταρισμό και τη δογματική χειραγώγηση.
Τι έχει να μας πει η πλούσια εμπειρία των πρώτων χρόνων και η μετέπειτα πορεία της Κομιντέρν για το σήμερα, όταν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα περνά από μια κρίση και παρακμή δεκαετιών;
Στην αρχή του Μέρους Ι ο Μαστρογιαννόπουλος αναφέρεται σωστά «στην άρνηση του μαρξισμού και την εθνική μονομέρεια» ως τα κύρια στοιχεία της κρίσης που προέκυψε στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος «στα τέλη του 20ού και στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα» (σελ. 17). Βέβαια, η κρίση παρουσιάζει ταυτόχρονα μια ποικιλία όψεων που αναπαράγουν εκείνες των προηγούμενων αποσυνθέσεων των διεθνών συσπειρώσεων του εργατικού κινήματος: μια παρατεταμένη χρεοκοπία/διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων, μεγαλύτερη από εκείνη της Β΄ Διεθνούς το 1914· η αναπαραγωγή του σταλινισμού που οδήγησε στις καταστροφικές ήττες του Μεσοπολέμου την Κομιντέρν, εκπροσωπούμενη ιδιαίτερα από το ΚΚΕ και το ΚΚΡΟ· στον υπόλοιπο χώρο η κυριαρχία των μικρών σεκτών και αιρέσεων, διακριτικών για την εποχή της Α΄ Διεθνούς. Η περίοδος του Οκτώβρη και της θεμελίωσης της Κομιντέρν αποτελεί μια πολύτιμη ιστορική κληρονομιά ακριβώς γιατί τοποθετείται στον αντίποδα όλων αυτών των τάσεων.
Ο τρίτος τόμος της μεγάλης εργασίας του Μαστρογιαννόπουλου φωτίζει την ιστορική πείρα της πιο δημιουργικής περιόδου της Κομιντέρν, παρέχοντας έτσι πολύτιμη γνώση στους νέους αγωνιστές του κινήματος. Πιστοποιεί, αναφορικά με το παρόν, ότι ο μετά το 1990 κύκλος του κομμουνιστικού κινήματος έχει κλείσει και μας προσφέρει, μαζί τους προηγούμενους, μια σωστή αίσθηση του ιστορικού παρελθόντος, πολύτιμη για να συνειδητοποιηθούν οι βάσεις τωρινής του ανασύνταξης. Προσβλέπουμε, λοιπόν, στη σύντομη ολοκλήρωση του έργου με την κυκλοφορία και του επόμενου, τελευταίου μέρους.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
πηγή: https://left.gr/en/node/409694
.
No comments:
Post a Comment