Απολογιστικά για την εκδήλωση παρουσίασης
της ποιητικής συλλογής του Ιωάννη Ν.Γιαννίτσιου
"να μου γράφεις"
20/12/2024 - Πολιτιστικό Κέντρο Αλίμου
Σε μια βαθιά συγκινητική εκδήλωση την Παρασκευή, 20/12/24,στο Πολιτιστικό κέντρο του δήμου Αλίμου, η Στάση στο Καλαμάκι, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Κοντύλι, τόλμησε (σε μια τεχνοκρατική και αντιποιητική εποχή) να παρουσιάσει την ποιητική συλλογή του Ιωάννη Ν. Γιαννίτσιου “Να μου γράφεις”. Το τόλμημα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία όπως δήλωσαν με θερμές κριτικές και σχόλια όσοι παρακολούθησαν την εκδήλωση, ανάμεσα τους και ο δήμαρχος Αλίμου, Ανδρέας Κονδύλης, η Ελένη Μπελιά, δημοτική σύμβουλος Αλίμου και ο βουλευτής Γιάννης Μπαλάφας.
Οι ομιλητές/ομιλήτριες προσέγγισαν το έργο του Γιάννη Γιαννίτσιου ανάλογα με την επαγγελματική τους ειδίκευση. Η Αγγελική Τσάτση Βαγγή τοποθετήθηκε ως προς τα φιλολογικά χαρακτηριστικά της συλλογής, αναφερόμενη σε στοιχεία περιεχομένου, διακειμενικότητας, λεκτικής σκευής, στιχουργικής, και μετρικής. Ο Θωμάς Γιούργας μας μίλησε με μια φιλοσοφική οπτική για την συλλογή ενώ ο Αριστείδης Θωμόπουλος, εραστής της τέχνης, ήτοι ερασιτέχνης αναγνώστης κατά δήλωση του, επεσήμανε τον κοινωνικό και ερωτικό χαρακτήρα της ποιητικής συλλογής “Να μου γράφεις”, τη σχέση της με την παράδοση και διέκρινε τον λυρισμό στην έκφραση του ποιητή. Τέλος η Εύα Μεταλλίδη , συμβουλευτική ψυχολόγος, έκανε μια απόπειρα ψυχολογικής ερμηνείας του ποιητικού έργου.
Η βραδιά πλαισιώθηκε από μια εξαιρετική ομάδα νέων σε ηλικία μουσικών-ηθοποιών, που απαρτίζεται από την Σοφία Γιαννίτσιου Παπαευαγγέλου, τον Στέφανο Καλτσή και τον Μιχάλη Καραγιώργη. Μας απήγγειλαν τα ποιήματα “Λέξεις” και “Ένα κλωνί βασιλικό” και μας τραγούδησαν σε δική τους εμπνευσμένη μελοποίηση το ποίημα “Δούναι και λαβείν”. Ακόμα σε μορφή θεατρικού αναλογίου που περιείχε και μουσική μας παρουσίασαν την ποιητική σύνθεση “Πουλί μου που βασίλεψες”.
Η βραδιά έκλεισε με μια εκ βαθέων αναφορά του ποιητή στις παιδικές του μνήμες και τα βιώματα που τροφοδότησαν την ανάγκη του να εκφραστεί ενήλικας πια μέσω της ποίησης, αναφορά που συγκίνησε το κοινό. Η απαγγελία του ποιήματος “Δυό κουβέντες” από τον Γιάννη Γιαννίτσιο και το ριζίτικο “Σε ψηλό βουνό και ριζιμιό χαράκι” από την Σοφία Γιαννίτσιου Παπαευαγγέλου ήταν ο καλύτερος επίλογος σε αυτή την τόσο όμορφη βραδιά.
Η μαγνητοσκόπηση της εκδήλωσης έχει ανεβεί στο κανάλι μας στο YouTube και μπορείτε να την παρακολουθήσετε ΕΔΩ
Μετά τις φωτογραφίες από την εκδήλωση μπορείτε να διαβάσετε τις εισηγήσεις των ομιλητών.
Ι.Γιαννίτσιος - Αγγ.Τσάτση |
Αριστ. Θωμόπουλος |
Θωμάς Γιούργας |
Εύα Μεταλλίδη |
Ι. Γιαννίτσιος |
Μιχάλης Καραγιώργης, Σοφία Γιαννίτσιου Παπαευαγγέλου, Στέφανος Καλτσής |
Ο Δήμαρχος Αλίμου, Ανδρέας Κονδύλης |
Το αγαπημένο μας βιβλιοπωλείο Ad Libitum |
Οι ταλαντούχες κόρες, η ζωγράφος Νίκη Γιαννίτσιου Παπαευαγγέλου και η μουσικός Σοφία Γιαννίτσιου Παπαευαγγέλου |
Από νωρίς μέσα στην τέχνη με τους υπέροχους γονείς της |
Με την Ελένη Μπελιά, δημοτική σύμβουλο Αλίμου |
Εισήγηση Αγγελικής Τσάτση Βαγγή
Στη χώρα μας εμφανίζεται
το παράδοξο σε μια τόσο τεχνοκρατική και αντιποιητική εποχή να εκδίδονται
πλήθος ποιητικές συλλογές κάθε χρόνο. Αυτό βέβαια οφείλεται τόσο στην ποιητική
μας παράδοση όσο και στην επίδραση που ασκεί ο ποιητικός λόγος στον δημιουργό
και στους αποδέκτες αυτού του λόγου. Επίδραση
θεραπευτική και παρηγορητική.
Το βιβλίο του αγαπητού Γιάννη έχει τον τίτλο :
Να μου γράφεις και εξαρχής
με το δεύτερο ενικό πρόσωπο του τίτλου ρίχνει γέφυρα ανάμεσα στους δύο αυτούς
πόλους, δημιουργό και αναγνώστες. Μια γέφυρα που διαπερνά το σύνολο των
ποιημάτων αυτής της συλλογής.
Στο μότο της συλλογής
διαβάζουμε:
Κάπως έτσι ξεκινούν όλα, μετά θυμάσαι. / Θυμάσαι;
Και ήδη καλούμαστε από τον δημιουργό σε μια βουτιά στα κατάβαθα της μνήμης, στο ασυνείδητο που ποθεί να γίνει συνειδητό. Η κατάδυση αυτή έχει οδηγό το ποιητικό υποκείμενο αλλά έχει και παρέα , το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η ερώτηση Θυμάσαι; Μια πρόσκληση αυτογνωσίας.
Θα προσπαθήσω να
αποκωδικοποιήσω κάποια βασικά στοιχεία αυτής της ποιητικής γραφής για να γίνει
πιο προσιτή στον αναγνώστη.
Στοιχείο πρώτο η μνήμη
Η μνήμη ατομική και συλλογική, παρηγορητική
και τραυματική διατρέχει πολλά από τα ποιήματα της συλλογής.
Εμφανίζεται με δύναμη από το πρώτο ήδη ποίημα Να
μου γράφεις, ποίημα που δίνει και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή. Ένα
επίμονο, επαναλαμβανόμενο: να μου γράφεις, ακούγεται ως πρώτος στίχος σε
πέντε στροφές από το στόμα του ποιητή που ψάχνει τα όρια, την ταυτότητά του, τη
συνείδηση ακόμα και την οντότητά του μέσα από τη ματιά, τα λόγια και την
αποδοχή του άλλου-άλλης. Αλλιώς δηλώνει:
ανίδεος.
Σε άλλο παράδειγμα στο
ποίημα:Στον κήπο το ποιητικό υποκείμενο έχει αποδεχτεί το
συμβεβηκός πάθος και λέει με διάθεση εξομολογητική: Και είμαι σίγουρη πως
θυμάσαι γιατί αυτές οι αναμνήσεις/ μεγαλώνουν μαζί μου, τις σέρνω παντού σαν
σκιές που μ’/ ακολουθούν σε κάθε βήμα στο μονοπάτι της ζωής μου.Και είναι
αυτές οι αναμνήσεις οι οποίες διαμορφώνουν τη στάση και τα συναισθήματα του
ποιητικού υποκειμένου για το παρόν και το μέλλον του. Αυτή η μνήμη με την οποία
παλεύει με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικό στόχο και διαφορετικά αποτελέσματα
κάθε φορά.
Στοιχείο δεύτερο ο
έρωτας , η αγάπη
Είναι οι δύο καταστάσεις
που με την παρουσία τους μεταμορφώνουν την υπόσταση των πραγμάτων, ανοίγουν
δρόμο στο χρόνο, ανακαλούν πλήθος ωραίων συναισθημάτων στην επιφάνεια,
σκορπίζουν το κακό.
Στο ποίημα: Δεν
περιμένω πια το αντικείμενο της αγάπης του ποιητή προσκαλείται σε μια
κατάσταση ελευθερίας, ευτυχίας και γαλήνης, ως αποτέλεσμα του έρωτα των δύο
προσώπων : Είναι ώρα να χαρείς την αυγή των πραγμάτων και να/ τριγυρνάς
ελεύθερος στα καλντερίμια της αγάπης./Να παίζεις με τα βότσαλα της ύπαρξής μου
στους όμορφους /κόλπους του ονείρου που φτιάχνουμε μαζί.
Επόμενο παράδειγμα στο
ποίημα: Απουσία, σιωπή η
καταλυτική λειτουργία της παρουσίας-απουσίας
του άλλου/ άλλης αποκτά και μια άλλη διάσταση.
Το ποιητικό υποκείμενο με
μια καθάρια ερωτική φωνή εκμυστηρεύεται: Γι’ αυτό όταν λείπεις σε ψάχνω, για
να ‘χω φωνή, για να ‘χω ανάσα. Και η υπαρξιακή αγωνία που συναντάμε σε άλλα
ποιήματα δένει αρμονικά με την ερωτική αγωνία που προκαλεί η απουσία του
αγαπημένου προσώπου.
Ενδιαφέρουσα σημείωση ότι η φύση του ποιητικού
υποκειμένου είναι θηλυκή τώρα πια. Σαν να ταιριάζει περισσότερο σε αυτή την
περίπτωση η θηλυκή πλευρά του ποιητή μας. Και σαν να είναι πιο αποδεκτή, όταν
συνδυάζεται με τη θηλυκότητα, η δήλωση της ευαλωτότητας της ύπαρξής του στην απουσία του άλλου. Μην αργείς, σ’
αγαπάω, εσένα μόνο, μην αργείς./ Δική σου.
Στοιχείο τρίτο Η διακειμενικότητα.
Στο ποίημα με τον τίτλο :
Κόκκινο ΤάνγκοΑργεντίνικοείναι ο ποιητής Καββαδίας που εμπνέει
τον ποιητή μας. Ο ήρωας του ποιήματος
εμφανίζεται κυριευμένος από ένα πιεστικό αίσθημα φυγής μας δηλώνει εξαρχής:Να
φύγω ήθελα, να φύγω/ Μακριά από την πνιγηρή μιζέρια της επαρχίας, μακριά από
την γκρίζα συννεφιά
και στο νου μας αμέσως
φτερουγίζουν οι τόσο γνωστοί στίχοι του
Καββαδία : θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων
ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων.
Στο ποίημα όπου κυριαρχεί η
ατμόσφαιρα που συναντάμε και στην ποίηση του Καββαδία μεταφερόμαστε σε ένα
σκηνικό αργεντίνικου λιμανιού, στην κουζίνα ενός ταβερνείου,και τα γεγονότα τελούνται
υπό τους ήχους της μουσικής του Κάρλος Γκαρντέλ. Ο ήρωάς μας ευτυχής γνωρίζει την ερωτική
έκσταση με μια πανέμορφη μουλάτα κι εμείς
γινόμαστε μάρτυρες μιας ξεχωριστής συνεύρεσης.
Μετέωρος σε ένα άλλο
σύμπαν, σε μια άλλη διάσταση, που δεν υπάρχει βάρος, που δεν υπάρχει χώρος,
παρά μονάχα η μουσική του μπαντονεόν, του Κάρλος η φωνή και η αγκαλιά της. Να
με οδηγεί σε μια ερωτική έκσταση, σε ένα όνειρο.
Δεν είναι όμως μόνο ο
Καββαδίας με τον οποίο συνομιλεί ο Γιάννης. Και άλλοι ποιητές εμφανίζονται με σπαράγματα στίχων ή
φράσεων τους στη συλλογή.
Στο ποίημα : Δεν
περιμένω πια ο Γιαννίτσιος γράφει: Κάποιες φορές έχεις μια γεύση
τρικυμίας στα χείλη γιατί/ ο άνεμος γύμνωσε τους λόφους σου και πήρε μακριά
/την επιθυμία σου για ζωή αληθινή.
Και μας θυμίζει τους αντίστοιχους στίχους από την Μαρίνα των βράχων του
Ελύτη με τον οποίο σαφώς ανοίγει διάλογο.
Ενώ στο ποίημα: Βαρύς
χειμώνας, που ο ποιητής αφιερώνει στον πρόσφατα χαμένο Μιχάλη Γκανά,
μετά την ανάπτυξη σε πέντε στροφές της
ποιητικής ιδέας του Γιάννη ακολουθεί
το επίμετρο του ποιήματος, οι στίχοι του Γκανά με εισαγωγικά: “Κι ας είχαν
χιόνι πολύ σηκώσει τούτες οι πλάτες/ κι ας μην το έμαθε κανένας”.
Αντίστοιχα και στο
ποίημα: Ας αλλάξουμε. Τώρα ο ποιητής συνομιλεί με το Ρίτσο και
αφού προτείνει: Περιφρόνα τις παλιές φθαρμένες πέτρες/ και το σβολιασμένο
χώμα / βρες μάρμαρο λευκό απ’ την Πεντέλη και την Καράρα/ μ’ αυτό να
ντύσεις τα όνειρά σου/ μ’ αυτό να στρώσεις το δρόμο σου/ και να θυμάσαι/
ακολουθεί το επίμετρο με τους πολύ
γνωστούς στίχους του Ρίτσου: «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα / κακιά σκουριά δεν
πιάνει»
Στοιχείο τέταρτο η
παράδοση
Η παράδοση εμφανίζεται με
πολλούς τρόπους στην ποιητική συλλογή.
Κατ’ αρχάς με ήχους όπως
στο ποίημα: Αθανασία όπου ο τελευταίος στίχος μας καταθέτει μια
ακουστική εικόνα με κλαρίνα να σιγοκλαίνε.
Εμφανίζεται επίσης
με μυρωδιές όπως στο ποίημα Ενα
κλωνί βασιλικός.
Αλλά και με εκφραστικούς
τρόπους που συναντάμε στην ποιητική μας παράδοση, όπως το σχήμα άρσης θέσης.
Στο ποίημα Χρώματα διαβάζουμε: Μην είναι το άσπρο της αυγής/
μενεξεδένιο δείλι/ του ήλιου, τ’ αχνοκίτρινο/ του φεγγαριού η ώχρα./ Ούτε το
άσπρο της αυγής,/ του φεγγαριού η ώχρα/ μον’ είναι τ’ ολοπόρφυρο/ το αίμα της
καρδιάς μου.
Τέλος η παράδοση εμφανίζεται με εικόνες από μια
άλλη Ελλάδα πολλά χρόνια πριν, μια Ελλάδα αγροτική, όπου εργάτες της γης,
χωρικοί χωρίς δικαιώματα κτήσης στη γη
που καλλιεργούν, προσπαθούν να δαμάσουν τη σκληρή ύπαιθρο με πρωτόγονα μέσα.
Στο ποίημα Κι αν πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια, τι μ’ αυτό ένα
ζευγάρι χωρικών με τα άλογα που τους βοηθούν στην καλλιέργεια ζωντανεύει αυτή
την εικόνα που περιέχει τόσο μόχθο. Και ακούμε τον άντρα να παρακινεί τα
ζωντανά του με τρυφερότητα: Πάμε,
Ψαρή, μέσα Κόρμπα, άιντε, άιντε, πουλιά μου.
Στοιχείο πέμπτο η
γλώσσα
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η
διερεύνηση της λεκτικής σκευής της ποιητικής συλλογής Να μου γράφεις.
Γιατί αποκαλύπτει μια
πλούσια γλώσσα που δεν γνωρίζει σύνορα χρονικά, τοπικά, ταξικά.
Έτσι λοιπόν συναντάμε λέξεις από το γλωσσικό
μας παρελθόν όπως λυσίκομος αμαζόνα, αναπεπταμένο χάος, ή μετοχές όπως πεπτωκώς και απολωλός.
Πολλές είναι και οι
λέξεις που αναφέρονται στη φύση, αγαπημένο θέμα της ποίησης του Γιάννη:
χαμηλοβλεπούσες ιτιές, λυγερόκορμοι καλαμιώνες, ανθάκι λεμονιάς, ολόγιομο
φεγγάρι, το άσπρο της αυγής, του
φεγγαριού η ώχρα, αποσπερίτης, αγρίμια, αγέρι, άτι.
Και βέβαια λέξεις από
τους θρύλους και τις παραδόσεις της πατρίδας μας: ξωτικό, στοιχειό, αερικό,
γοργόνα, νύμφες των νερών.
Ακόμα λέξεις από την
αγροτική ιδιόλεκτο: γράνες, πατεριά, ντορβά, ξινιάρι, σχοινοπατουλιά,αλέτρια,λαιμαργιές,
μπαλτούμια, ξιόνι, πεσκέσι.
Τέλος λέξεις από την
ενασχόληση με τη θάλασσα αρμένιζα, καλαφατίσει, φλόκους, γαρμπής.
Στοιχείο έκτο και
τελευταίο η στιχουργική.
Η ίδια ποικιλία και ο
πλούτος που συναντάται στη γλώσσα υπάρχει και στη στιχουργική. Ο Γιαννίτσιος
δεν έχει αναστολές να χρησιμοποιήσει τον στίχο όπως νιώθει ότι τον εκφράζει
καλύτερα. Κάποιες φορές εκφράζεται με τα παραδοσιακά σχήματα του
δεκαπεντασύλλαβου:.
Χθες βράδυ σαν επλάγιασα
κι ο ύπνος δεν με πήρε/ βγήκα να ξομολογηθώ στων αστεριών τη λάμψη.
Κι άλλοτε πάλι το μισό
του, τον επτασύλλαβο
Μη στέρξει η νύχτα
όνειρα/ κι η μέρα λησμοσύνη/ κι αναβοσβήνει μια ευχή/ σαν φάρος βυθισμένος.
Πολύ συχνά
είναι ο ελεύθερος στίχος που κυριαρχεί. Έτσι στην ίδια στροφή-ενότητα
βλέπουμε ποικιλία συλλαβών ανά στίχο.
Και είναι φορές που ο στίχος που φτάνει στα όρια του πεζού λόγου
ανάλογα με τις ανάγκες και τη θεματολογία του ποιήματος.
Όσο για αυτό που κάποτε
λέγαμε ομοιοκαταληξία, αυτό που κυριαρχεί στην ποίηση του Γιάννη είναι ο
ρυθμός. Ένας ρυθμός που προσδιορίζεται από την σωστή επιλογή των λέξεων, από
τις επαναλήψεις, τις παρηχήσεις, την τυχαία ομοιοκαταληξία.
Καταληκτικά η ποιητική
συλλογή «Να μου γράφεις», το τελευταίο πόνημα του Γιάννη μετά τα « Χνάρια
Αχάραγα» το «Φιλί σαν προσευχή» και το «Στους ουρανούς καλάμιζα», είναι ένα ώριμο έργο, μια τρυφερή κατάθεση
ψυχής που μπορεί να μας συντροφέψει την ώρα που ο καθείς μας θέλει να ταξιδέψει
με το νου του.
_______________________________________________________________
Εισήγηση Αριστείδη Θωμόπουλου
Κυρίες και κύριοι,
Θεωρώ εξαιρετική τιμή για μένα την πρόσκληση που μου
απεύθυνε η «Στάση» και ο Ι.Γιαννίτσιος, για τη συμμετοχή μου στον κύκλο των
εισηγήσεων αυτών. Καθόσον με αφορά, προσέρχομαι σήμερα, παρά τους δισταγμούς
μου λόγω έλλειψης επιστημονικής προπαιδείας ή εξειδίκευσης από εμένα. Γι’ αυτό,
σας παρακαλώ να με κρίνετε με επιείκεια. Και δεν πρέπει να λησμονάτε ότι έχει
την τιμή να συνομιλεί μαζί σας, απλά και μόνο, ένας εραστής της τέχνης, δηλ.
ένας ερασιτέχνης. Και μάλιστα τα τελευταία χρόνια, όχι και τόσο πιστός εραστής
της, αφού άλλες, εθελοντικά αναληφθείσες, υποχρεώσεις προς τους Αλιμιώτες,
απορροφούν αποκλειστικά, τη
δραστηριότητά μου.
Αμέσως,
κατά τον τρόπο σκέψης μου, προβάλλει το ερώτημα ή η απορία: Τ ι ε
ί ν α ι και π ω ς ο ρ ί ζ ε τ α ι η ποίηση;
Κατά τον
Αριστοτέλη, Ποιητική 1451 b 7: «η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δε
ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει». Οι λέξεις εξακολουθούν, από την αρχαιότητα έως
σήμερα, να έχουν το ίδιο ευεξήγητο νόημα. Επιτρέψτε μου όμως, να επιμείνω στη
μεταγραφή: «η ποίηση μιλάει πιο πολύ για τα «καθόλου», ενώ η ιστορία για τα
ατομικά και τα επιμέρους». Έχει ήδη διδάξει: «διο και φιλοσοφώτερον και
σπουδαιότερον ΠΟΙΗΣΙΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ εστίν».
Έτσι αντιλαμβανόταν και δίδασκε ο Αριστοτέλης τους
συγκαιρινούς του, ανθρώπους που ζούσαν στην ηττημένη Αθήνα, στην οποία είχε
αρχίσει ΚΑΙ η πνευματική πτώση, χωρίς να γίνεται αμέσως αντιληπτή, αλλά σε μια
γεωργική κι «εργαστηριακή εποχή». Δεν λέω βιοτεχνική.
Πως
ορίζεται όμως στη βιομηχανική και κυρίως στη μεταβιομηχανική εποχή μας;
Ερμηνευτικούς ορισμούς της Ποίησης, μπορεί να βρει κάποιος σε όλα τα λεξικά ή
εγκυκλοπαίδειες. Επιτρέψτε μου να αξιολογώ ότι τον πιο δρα-ματικό,ίσως και πιο
οδυνηρό ορισμό της (λόγω της «καχεκτικής δημοκρατίας» που είχαμε τότε), τον
έχει δώσει, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, με δύο στίχους («Η συνέχεια», 1954, ποίημα
«Εκεί...»): «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο
τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».
Αποπνέει εμφανώς «καταστολή», «πίεση» κι «αδιέξοδα». Σας βεβαιώνω πως όταν τους
διάβασα πριν 50 χρόνια και περισσότερα, συνταράχτηκε το Είναι μου. Ήταν θυμίζω,
τότε, η δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ποιος ΘΑ
είναι ο ορισμός της, στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης; Δεν γνωρίζω. Σας
παρακαλώ απευθυνθείτε σε άλλους που είναι ειδικοί.
Αν και, εκτιμώ ότι, το εγχείρημα να δοθεί
ένας,αυστηρός ή μη, ορισμός στο φαινόμενο
της ποίησης, ενέχει πολλή ματαιότητα. Αφού στην Ποίηση, όπως και στην Πολιτική,
δεν υπάρχουν θέσφατα. Τίποτα δεν είναι οριστικό, κλειστό, τελειωμένο. Αντίθετα
όλα είναι ανοιχτά. Από την αποδοχή, έως την άρνηση, την απόρριψη, ή και την
ανατροπή.
Ο ποιητής, πέραν της ύπαρξης και συγκρότησης
της προσωπικότητάς του και των ευαισθησιών του, είναι ΚΑΙ μέρος του κοινωνικού
συνόλου. Και γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται από τα ΔΗΜΟΣΙΑ πράγματα
και θέματα, δηλαδή τα γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Από την
αρχαιότητα ακόμα, η ενασχόληση των ποιητών με τα καθημερινά δημόσια θέματα,
ήταν κάτι το συνηθισμένο. Ανεξάρτητα από το εάν τα μεταμφίεζαν σε σύμβολα και
μύθους. Αφού αυτά, όχι μόνο τα βιώνει και ο ίδιος ο ποιητής, ΑΛΛΑ και
συλλαμβάνει από αυτά ερεθίσματα, δηλαδή ευοίωνες προοπτικές ή μελλοντικές
δυστοπίες, με βάση την καθολικότερη ευαισθησία και δόμησή του, που ΔΕΝ μπορούμε
να συλλάβουμε εμείς οι υπόλοιποι. Τα οποία, αισθητικά μετουσιώνει σε ποίηση. Η
δύναμη της οποίας πηγάζει από την πεποίθηση του ποιητή ότι μιλάει για
λογαριασμό και στο όνομα ενός κόσμου, που συμμερίζεται τις απόψεις και τα
ενδιαφέροντά του. Γι’ αυτό και στην ποίησή του προσπαθεί να συμπυκνώσει τη
συλλογική συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων. Βλέπει τον εαυτό του, όχι ως αρχηγό
ή έξωθεν διαφωτιστή, αλλά ως αφοσιωμένο και αντιπροσωπευτικό μέλος του συνόλου.
Που μοιράζεται μαζί του, όλες τις εξάρσεις και χαρές, ΑΛΛΑ και τις δοκιμασίες,
τους κινδύνους και τις δυστυχίες.
Από τις
τέσσερες (4) ποιητικές συλλογές του Ιωάννη Γιαννίτσιου, αξιολογώ ότι
προκαλείται ευθεία και αδιαμεσολάβητη συγκίνηση για τον αναγνώστη. Αμέσως
προκύπτει ότι είναι αυθεντικός ποιητής, με δραματικό βάθος και κάποιες φορές με
φιλοπαίγμονα τόνο. Από την πρώτη απ’ αυτές, «Χνάρια αΧάραγα», η φωνή του είναι
σε αρκετό βαθμό διαμορφωμένη, αφού εμφανίζεται ένας ώριμος λόγος που προεικάζει
αλλά και διαβεβαιώνει για την εμπέδωση της ποιητικής του, από την όψη ζητημάτων
περιεχομένου και νοή-ματος, θεμελιωδών αιτημάτων και συστατικών γραμμών (των
οριζόντων θα πρόσθετα). Δεν ανιχνεύεται να θέλει να ακολουθήσει άλλες φωνές ή
άλλους συρμούς. Έχει το δικό του γλωσσικό όργανο και ποιητικό αισθητήριο, και
σε αυτό επιμένει και εύστοχα αυτό ακολουθεί. Δίνει στους στίχους του, που είναι
εμπλουτισμένοι με τρυφερότητα, το ιδιαίτερο δικό του σθένος. Εκτιμώ ότι δείχνει
μια δυσφορία για την αστική ζωή, που είναι μονότονη και περιοριστική, απέναντι
σε εκείνη, που βιώνεται στη φύση και την ύπαιθρο. Ο λυρισμός του είναι γνήσιος
και πολλές φορές διακρίνεται μια ευθύβολη ειρωνεία, κυρίως και ιδίως όταν
αναφέρεται σε δημόσια πράγματα του παρόντος. Συνομιλεί με άλλους ποιητές, και
προσωπικά διακρίνω της πριν από αυτόν γενιάς, το έργο των οποίων έχει
μελετήσει. Και παραθέτει, και θα έλεγα «εγκιβωτίζει» ως δομικό στοιχείο, στις
δημιουργίες του, άμεσα, νόμιμα και ηθικά, στίχους τους, θέτοντας αυτούς σε
εισαγωγικά, αλλά και έμμεσα, με υπαινιγμούς και ίχνη από αυτούσιους στίχους
τους.Συνομιλεί και με τα λαϊκά τραγούδια (ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικα), τα
προπολεμικά ή και τα μεταπολεμικά. Τέλος, συνομιλεί και με τα «ορμητικά νερά
της Ιστορίας» π.χ. με το στίχο «ξένος στον τόπο μου, ξένος στα ξένα» και
άλλους, τα οποία χρησιμοποιεί ως καύσιμο ζωής.
Εκείνο
όμως που με εντυπωσίασε, και έχω υποχρέωση να εξάρω, είναι ότι συνομιλεί και με
τη δημοτική ποίηση του Ελληνικού Λαού, στη διαχρονία. Ιδιαίτερα του γενέθλιου τόπου του,
της Αρκαδίας, όπως τα άκουγε και τα μάθαινε. Σαν βιωματική εμπειρία. Αφού ίδιες
σχεδόν καταστάσεις βίωνε κι ο ίδιος από μικρό παιδί σ’ αυτόν. Συνομιλεί
εντάσσοντας μέσα στους δικούς του στίχους, αποφθέγματα κι αποσπάσματα στίχων
από ελληνικά δημοτικά τραγούδια,ή έμμετρες λαϊκές ρήσεις. Ή, ακολουθώντας την
έμμετρη ποιητική πρακτική, γράφει στο παραδοσιακό μέτρο, σε γνήσιο
δεκαπεντασύλλαβο (με τομή στην όγδοη συλλαβή) τους δικούς του στίχους, και με
πρωτοτυπία σε ομοιοκαταληξίες που ξαφνιάζουν. Δηλαδή, προσωρινά και κατ΄
επιλογή του, σε ορισμένα ποιήματά του,προφανώς γιατί εκτιμά ότι έτσι
εκφράζονται καλύτε-ρα οι σκέψεις, το συναίσθημά του και μεταδίδεται η
συγκίνηση, απολακτίζει το μοντέρνο στίχο που συνήθως ακολουθεί, και
χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο της τότε, αγροτικής ζωής, που οι μεγαλύτεροι το
έχουμε λησμονήσει, ΕΝΩ οι νεότεροι (παιδιά της «πολιτείας της ασφάλτου» κατά το
Μπέρτολτ Μπρεχτ) δεν το έχουν ακούσει π.χ.«αχάραγα», «στέρφα γης», «γρικώ»,
«αποσπερνό φεγγάρι», «αποσώνω», «σύδεντρο», «γραπώνω», «γούπατα», «χερόβολο»,
«σέμπρος», «ξινιάρι» «χάμουρα», «σαμαρώνω» και άλλες. Λεξιλόγιο που στις
κλειστές κοινωνίες των χωριών, διατηριόταν αυτό του 19ου και των
αρχών του 20ου αιώνα, αφού οι συνθήκες του βίου είχαν λίγο
διαφοροποιηθεί. Σαν να διαβάζει ο αναγνώστης αυτούσιο δημοτικό τραγούδι της
παράδοσης, από τις συλλογές «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού» του
Νικολάου Πολίτη (1925), ή, από τα «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» του Κλωντ Φωριέλ
(Παρίσι 1824-1825). Όταν ο ποιητής κρίνει ότι ο μοντέρνος στίχος αποτελεί
καλύτερο και πιο ταιριαστό εκφραστικό μέσο, γι’ αυτό που θέλει να μεταδώσει,
επανέρχεται σε αυτόν, σε άλλα ποιήματά του.
Επιτρέψτε
μου να επισημάνω ακόμα ως προς τις ποιητικές τεχνικές:
Α) Στη συλλογή «Στους ουρανούς καλάμιζα», σ. 20 επ., στα
ποιήματα «ΙΧ. Πράξη Α’», σ.22 «Πράξη Β’», και, σ. 24, «Πράξη Γ’», χρησιμοποιεί
θεατρικές σκηνικές πρακτικές, αρχιτεκτονώντας διάφορες Πράξεις του ποιητικού
έργου, ώστε να εξωτερικεύσει, κατά σειρά, στην (Α΄ Πράξη) το σπαραγμό μιας
μάνας που μοιρολογάει μπροστά στο νεκρό πεντάχρονο γιό της και την αγρύπνια των
άλλων μαυροφορεμένων γυναικών, που συμπαραστέκονται, σε αυτή («πάμε για
νυχτέρι», έλεγαν), στη (Β’ Πράξη) τον πόνο του μεσήλικα γιού μπροστά στο φέρετρο της Μάνας του, και τη
ματαίωση πια της δυνατότητας συνομιλίας μαζί της, για να της πει λόγια που δεν
πρόλαβε, και στη (Γ’ Πράξη) τη θλίψη της κόρης στο σπίτι, μετά την εξόδιο
ακολουθία και κηδεία. Ευρηματικός τρόπος για την όλη σκηνοθεσία. Ενώ αποδίδεται
και η συντριβή του ανθρώπου από την απώλεια προσφιλούς του προσώπου.
Β) Δεν επικοινωνεί και συνομιλεί ΜΟΝΟ με άλλους ποιητές.
Αλλά, ποιήματα της τελευταίας συλλογής του «Να μου γράφεις» συνομιλούν μεταξύ
τους. Έτσι το ποίημα «Δύο κουβέντες» τελειώνει με το στίχο: «Πέρασαν κιόλας
τόσα χρόνια», και το επόμενο της ίδιας συλλογής έχει τίτλο «Κι αν πέρασαν
κιόλας τόσα χρόνια, τι μ’ αυτό».
Γ) Η συλλογή «Να μου γράφεις», σε πολλαπλάσιο βαθμό σε
σχέση με τις προηγούμενες, ΜΑΖΙ με τους πολλούς σχετικούς στίχους, που
οριοθετούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κοσμείται και από εικαστικές επεμβάσεις της Κας
Νίκης Γιαννίτσιου, που αποτυπώνουν, ΚΑΙ με τον τρόπο αυτό, το κλίμα της
«αβεβαιότητας», του «εγκλεισμού», του «φόβου», την «αγωνία για την εποχή», τα
«αδιέξοδα» της ζωής του απορούντος ανθρώπου στη σημερινή κοινωνία, που
μεταβάλλεται ανεπαισθήτως, αλλά και καταιγιστικά, σε όλες τις εκφάνσεις της. Οι
παρεμβάσεις αυτές συμπληρώνουν και εμπλουτίζουν, με εξαίρετο τρόπο, το
αισθητικό αποτέλεσμα και διαυγάζουν τους στίχους και συντείνουν στην υφολογική
αλλά και στην εννοιολογική ολοκλήρωσή τους.
Δ) Ευρηματική είναι και η τυπογραφική απεικόνιση των τίτλων και
των ποιημάτων από τις εκδόσεις ΚΟΝΤΥΛΙ. Όλοι οι τίτλοι είναι εκτυπωμένοι με
ΚΕΦΑΛΑΙΟΓΡΑΜΜΑΤΗ γραφή. ΟΜΩΣ αυτή εγκαταλείπεται και
ακολουθείται ΜΙΚΡΟΓΡΑΜΜΑΤΗ γραφή, Μ Ο Ν Ο στο φωνήεν της τονιζόμενης
συλλαβής, εκτός αν είναι το αρχικό της λέξης του τίτλου. Η μορφοποίηση των
ποιημάτων, αναδεικνύει και τονίζει το νόημα των στίχων. Πρωτότυπος τρόπος.
Απόδειξη φροντίδας παρουσίασης.
Ποια η
θεματική της ποίησης του κ. Γιαννίτσιου; Η αξιολογική κρίση μου είναι ότι, κατά
βάση, η ποίησή του είναι ερωτική, ΚΑΙ, κοινωνική. Και στην παρουσιαζόμενη συλλογή του «Να μου
γράφεις» είναι ΚΑΙ των βιωμάτων και εμπειριών από τον τόπο καταγωγής του. ΔΕΝ
την ονομάζω «καταγωγι-κή», διότι ΔΕΝ περιγράφει τον τόπο του, ΑΛΛΑ, καταγράφει
ποιητικά, τα βιώματα, τις σχέσεις δουλειάς, συμβίωσης, κοινωνικής ζωής των
ανθρώπων του τόπου του. Και βέβαια, τα δικά του μακρυνά βιώματα, ως ζώσα μνήμη.
Ο
θαυμαστός κόσμος των στίχων,οδηγεί τον αναγνώστη σε επανειλημ- μένες
αναγνώσεις. Κάθε φορά που τελειώνει κάποιος την περιπέτεια αυτή, δηλαδή την
εντρύφηση σε ένα ποίημα ή μια συλλογή του κ. Γιαννίτσιου, πολύ περισσότερο σε
όλες μαζί (έτσι συνέβη σε μένα), νιώθει μία, παρατεταμένη, έντονη κι αυθόρμητη
απόλαυση και ικανοποίηση, έχοντας τη σιγουριά, ότι αυτή η ποίηση, δεν είναι
μόνο ήχοι λέξεων και ρυθμός, αλλά έχει ψυχή και βάθος, ως εάν υποστασιώνει τη
μουσική έκφραση των συναισθημάτων.
________________________________________________________________________________
Συνοπτική εκδοχή της εισήγησης του Θωμά Γιούργα, την πλήρη ομιλία μπορείτε να ακούσετε στο βίντεο της εκδήλωσης
Η
ποιητική συλλογή του Γιάννη Γιαννίτσιου είναι ένα έργο
Υπαρξιακό
Εξομολογητικό
Ένα
έργο αυτογνωσίας, θεραπευτικό
Ένα
έργο για την μνήμη και την λήθη
Ένα
έργο για τον έρωτα, την ματαίωση, την μοναξιά, την νοσταλγία της νιότης
Ένα
έργο για την εξιλέωση και την πληρότητα
που προσφέρει η αληθινή αγάπη
Ο
τίτλος της συλλογής «να μου γράφεις» σηματοδοτεί την αξία και την διάρκεια, την
αίσθηση μονιμότητας της γραπτής έκφρασης
Το
γράψιμο προσφέρει μια βαθύτερη συνειδητότητα της σκέψης και των συναισθημάτων
μας –μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό μας
Στο
«Άπιαστο φιλί» ο Γιάννης γράφει…«Αν
είναι κάποτε να ξομολογηθείς, τώρα ήρθε η ώρα. Και αποκρίθηκε με τη βαθιά της
φωνή»
Αποτυπώνεται η υπαρξιακή ανάγκη του Γιάννη να εκφραστεί και να εξομολογηθεί μέσα από την ποίηση
Από την εσωστρέφεια και την συστολή στην συναισθηματική
«γιατρειά»,
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «η φωνή μου είχε παραμορφωθεί από τη σιωπή»
“και μάθαμε να μην φοβόμαστε τον πόνο γιατί περιέχεται
στη ζωή» (αναφορά στην τοξική θετικότητα και στην αξία της λύπης)
Το έργο του Γιάννη είναι μια υπαρξιακή ιστορία απελευθέρωσης, ωρίμανσης, έκφρασης, αποδοχής, νοσταλγίας, τρυφερότητας, μνήμης, έρωτα και ενδοσκόπησης
Ο
Γιάννης αναποδογυρίζει την κλεψύδρα του χρόνου και επαναξιολογεί το παρελθόν,
τα βιώματα, τα συναισθήματά του. Αυτό από μόνο του συνιστά μια πράξη
γενναιότητας.
______________________________________________________________________________
Εισήγηση της Εύας Μεταλλίδη
Ποίηση:
Ένα βαθύ ψυχαναλυτικό ταξείδι
Η ποίηση και η
ψυχανάλυση είναι δύο διαφορετικά πεδία, αλλά μπορούν να συνδυαστούν σε μια
δημιουργική διαδικασία. Η ποίηση είναι η τέχνη της έκφρασης μέσω λόγου και
συχνά απεικονίζει συναισθήματα, σκέψεις και εμπειρίες. Από την άλλη πλευρά, η
ψυχανάλυση είναι μια μέθοδος θεραπείας που ασχολείται με την ανάλυση του
ασυνείδητου και την απελευθέρωση των συναισθημάτων και των συμπεριφορών που
μπορεί να έχουν ρίζες στο παρελθόν.
Μπορεί κανείς
να χρησιμοποιήσει την ποίηση ως έναν τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων και των
σκέψεώντου, και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει την ψυχανάλυση για να κατανοήσει
βαθύτερα το νόημα πίσω από τα λόγια και τους συμβολισμούς; Ο CarlJung μίλησε για τον
άνθρωπο και τα σύμβολά του. Τα σύμβολα έχουν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη
κουλτούρα και ιστορία. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι έχουν
χρησιμοποιήσει σύμβολα για να εκφράσουν ιδέες, πιστεύω, και συναισθήματα. Από
τον αιγυπτιακό ορίζοντα και τις ιερογλυφικές εικόνες μέχρι τα μοντέρνα
εμβλήματα, η χρήση των συμβόλων είναι ευρέως διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο.
Ο φιλόσοφος
και ψυχαναλυτής JacquesLacan προσδιόρισε τις έννοιες «σημαίνον» και
«σημαινόμενον» εμπλουτίζοντάς τες με τη θεωρία του για τον τρόπο που λειτουργεί
η γλώσσα και η ψυχή. Κατά Lacan το "Σημαίνον" (lesignifiant - signifier) είναι η λέξη ή το σύμβολο
που αναπαριστά μία ιδέα, και το «Σημαινόμενον» (lesignifié - signified)
είναι το πραγματικό αντικείμενο ή έννοια πίσω από την ιδέα. Oι έννοιες του
σημαίνοντος και του σημαινόμενου διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία
της συνείδησης και στην κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας. H σχέση μεταξύ τους
αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα λειτουργεί για να μεταδώσει νοήματα,
να «ζωγραφίσει» εικόνες, να εκφράσει τα ταξείδια του νου και να φωτίσει τα
σκοτεινά μονοπάτια του ασυνείδητου.
Στην
ποίηση, χρησιμοποιείται μια τεχνική, η
λεγόμενη ποιητική ασάφεια. Αυτή η τεχνική δημιουργεί ένα αίσθημα μυστηρίου,
αναφορικότητας αλλά και ποιητικής
αλήθειας. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ασαφές λεξιλόγιο, απρόσιτες εικόνες ή «απαράδεκτες»
λειτουργίες γλώσσας για να δημιουργήσει μια αίσθηση ακατανόητου ή ανοιχτότητας,
καθιστώντας έτσι την ερμηνεία ελεύθερη και ανοιχτή στον αναγνώστη. Αυτή η
τεχνική μπορεί να κινήσει συναισθηματικές αντιδράσεις, να ενθαρρύνει τον
αναγνώστη να σκεφτεί βαθύτερα και να αναζητήσει διαφορετικές από τις προφανείς,
ίσως, ερμηνείες. Η ποιητική ασάφεια
μπορεί να δημιουργήσει μια εκπληκτική εμπειρία ανάγνωσης, καθώς ενθαρρύνει τη
σκέψη και τη φαντασία. Με τη χρήση ασαφών, πολύπλοκων ή αβέβαιων λέξεων,
εικόνων ή συμβόλων οι ποιητές, μπορούν να
συγκινήσουν, να κινηθούν, δηλαδή, μαζί χορεύοντας με τον αναγνώστη τους
αθέατους χορούς του ασυνείδητου. Επιτρέπει έτσι την βαθειά επαφή του καθενός με
το μέσα του, την ταύτιση με δικά του ανέγγιχτα ζητήματα και τη δυνατότητα να
ερμηνεύσει και να βιώσει το ποίημα με διαφορετικούς τρόπους.
Στην επαφή μας
με την ποίηση, δημιουργείται ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων διάλογος ανάμεσα στους
συμβολισμούς του γράφοντος και τους δικούς
μας ατομικούς συμβολισμούς. Ο διάλογος αυτός, μάς επιτρέπει την ταύτιση
με δικές μας προσωπικές εμπειρίες, τραύματα, μνήμες και βιώματα.
Η ψυχαναλυτική
ερμηνεία ενός ποιήματος ανατρέχει στις θεωρίες της ψυχανάλυσης του SigmundFreud, του CarlJung, του JacquesLacan και άλλων
ψυχαναλυτών, για να εξηγήσει τα βαθύτερα νοήματα που μπορεί να περιέχει ένα
ποίημα και την ερμηνεία που ο γράφων προσδίδει σε αυτά. Η ψυχαναλυτική
προσέγγιση εστιάζει στον ασυνείδητο κόσμο του ποιητή και προσπαθεί να αναδείξει
τις κρυμμένες συναισθηματικές και ψυχολογικές διαδικασίες που αναδύονται μέσα
από το έργο του. Το ποίημα μπορεί να ερμηνευτεί ως έκφραση των συγκρατούμενων ή
απωθημένων συναισθημάτων, επιθυμιών, φόβων ακόμα και, εμμονών του ποιητή. Μέσω
των συμβολισμών, των εικόνων και του λόγου αποκαλύπτεται η ψυχική δομή του ποιητή.
Είναι
σημαντικό, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ψυχαναλυτική ερμηνεία ενός ποιήματος έχει
στοιχεία υποκειμενικότητας και μπορεί να διαφέρει σε σημεία, ανάλογα με τον
ψυχαναλυτή και την εκπαίδευσή του. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να προσφέρει μια
ενδιαφέρουσα προοπτική στην κατανόηση της ποιητικής δημιουργίας και των
συμβολισμών που αυτή περιέχει.
Με δεδομένα τα
παραπάνω θα κάνουμε μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας σε δύο ποιήματα που
διάλεξε ο Γιάννης. Μία Κόκκινη Γραμμή και Μέρα με τη Μέρα.
ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ
ΓΡΑΜΜΗ
Κοιτούσε
σπάνια τον καθρέφτηγιατί δεν είχε και τίποτα να δει,
το πρόσωπό του
έλειπε! και μια ομίχλη σκέπαζε τα πάντα.
Πυκνή
ομίχλη, που την έσκιζεμονάχα, μια κόκκινη γραμμήπου αιμορραγούσε.
Προσπάθησε την
άκρη της να βρει
μήπως σαν
μίτος κάπου τον οδηγήσει
ή μήπως αυτό
το ουρλιαχτό που του εβάραινε τα στήθια
να
βρει τον δρόμο του και ν’ ανατείλει.
Κι αυτός καθημερινά
ψάχνει κουκκίδατηνκουκκίδα
να βρει σημείο
να πιαστεί, δρόμο να περπατήσει.
Μα τ’ όνειρο
δεν έστερξε κι όλα του τ’ αρνηθήκαν
κι έμενε μόνο
μια κόκκινη γραμμήπου μόνη της αιμορραγούσε.
Εδώ περιγράφεταιένας
χαρακτήρας που αντιμετωπίζει ένα άγνωστο, σκοτεινό και ανυπέρβλητο εμπόδιο στη
ζωή του. Η κόκκινη γραμμή αναπαριστά την αιμορραγία, τον πόνο, την απώλεια που
βιώνει. Η αδυναμία του να δει το πρόσωπό του στον καθρέφτη μαρτυρά την έλλειψη
αυτογνωσίας και αυτοαναγνώρισης αλλά και την απαξίωση που ο ίδιος του προσδίδει.
Η ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα αντιπροσωπεύει την ανασφάλεια και τη σύγχυση που
βιώνει, χωρίς καθοδήγηση και κατεύθυνση στην ζωή του. Οι προσπάθειές του να
βρει έναν δρόμο, μια λύση ή έστω μια έξοδο από την κατάσταση που αντιμετωπίζει αποτυγχάνουν,
με αποτέλεσμα να μείνει μονάχα με το τραύμα του, την κόκκινη γραμμή που ακόμα
πονάει, που ακόμα ματώνει, που ακόμα είναι, ως τραύμα, ζωντανό. Το αίμα, με διπλό συμβολισμό, μπορεί να αναφέρεται
στη ζωή, την πάλη, την επιβίωση ή απλά, να είναι μια ένδειξη υπερβολικής αυτοθυσίας ή/και αυτοκαταστροφής.
Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται αναδεικνύουν την αναζήτηση αξιοπρέπειας,
αναγνώρισης, αναγέννησης. Μαρτυρούν την βαθύτερη ανάγκη για λύτρωση από τον
πόνο. Εν τέλει, στο ποίημα αποκαλύπτεται η ανθρώπινη απελπισία, η μάχη με τον
εαυτό και η αναζήτηση ελπίδας και αναγέννησης ακόμα και στις πιο σκοτεινές
στιγμές.
ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ
ΜΕΡΑ
Μέρα τη
μέραβλέπω το μπόι να μικραίνει
σιγά
σιγά,ανεπαίσθηταˑ
κι έτσι θα
καταλήξωένα μικρό σημαδάκι,
μια τελείασε
άγραφο χαρτί,
απορημένη.
Κανείς δεν μου
’δειξετον δρόμο
κι ήπια
μονάχος μουτον ίδροˑ
περιπλανήθηκα
απολωλόςστις εσχατιές της μνήμης,
μην ξέρονταςτι
να κρατήσωκαι τι ν’ απαρνηθώ
κι έμεινα
πάλιμια τελεία,
απορημένη.
Παράξενα που
νιώθω εδώ μέσα,πασχίζω άδικα να μετρηθώ
κι έμεινα
ίσκιος τελικάαπό μια τελεία,
απορημένη.
Εδώ ο χαρακτήρας,
η μορφή, αντιμετωπίζει τη μοναξιά, την αμφιβολία, την δυσπιστία και την
αμηχανία στο ταξίδι του μέσα από τη ζωή. Βλέπει το χρόνο να περνά ανεπαίσθητα χωρίς
να νοιώθει, χωρίς να τον βιώνει, αργά, βασανιστικά. Μιλάει για τη συρρίκνωση,
την σχεδόν επερχόμενη ανυπαρξία μετά από μία ζωή κενή, άγραφο χαρτί. Βλέπει τον
εαυτό του να μικραίνει μέρα με τη μέρα μέχρι τον τελικό αφανισμό που
προσδιορίζεται μέσα από την σκιά. «Απορημένη» είναι η λέξη κλειδί για τις
διλημματικές καταστάσεις που βίωνε και βιώνει αφού δεν κατάφερε να κάνει διαχωρισμούς. Αναζητά την
κατεύθυνση, τη σημασία και τον σκοπό της ύπαρξής του, αλλά δεν βρίσκει
απαντήσεις. Έχοντας περιπλανηθεί μοναχός του στις εσχατιές της μνήμης, χάνει
τον εαυτό του και αισθάνεται απόμακρος από την πραγματικότητα. Η
απορίααναδεικνύει την αυτοαμφισβήτηση και το αίσθημα της απώλειας της
ταυτότητας που σηματοδοτούν, εν τέλει, την απώλεια προσωπικού νοήματος στην
πορεία της ύπαρξης.
Σάς ευχαριστώ
Εύα Μεταλίδη
Συμβουλευτική
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Κλινική
Ψυχοπαθολόγος
Δικαστική
Πραγματογνώμων
No comments:
Post a Comment